/ Της Ελευθερίας Αγγέλη

Βρυξέλλες, Οκτώβριος 2016. Χιλιάδες άνθρωποι στους δρόμους διαμαρτύρονται για τις διατλαντικές συμφωνίες εμπορίου και επενδύσεων μεταξύ Ευρώπης-ΗΠΑ (TTIP) και Ευρώπης-Καναδά (CETA). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έτοιμη να χτυπήσει το μεγαλύτερο deal στην ιστορία χαιρετίζοντας την TTIP και τη συγγενική CETA, σαν κινητήριες δυνάμεις για ανάπτυξη και απασχόληση. Και ενώ σχεδόν αποσιωπήθηκε η πρώτη, η CETA κατάφερε εν μία νυκτί παρά τις αντιστάσεις κυρίως της Βαλλονίας να υπογραφεί μετά βαΐων και κλάδων. Και εμάς γιατί μας νοιάζει?

Η συμφωνία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αλλαγές στη διαδικασία παραγωγής και πώλησης αγροτικών προϊόντων, την κατάργηση των δασμών στην ανταλλαγή προϊόντων, την απελευθέρωση της αγοράς δημοσίων προμηθειών και την κατάργηση των προϊόντων ΠΟΠ. Το ελεύθερο εμπόριο, όμως,  δε συνεπάγεται και δίκαιο εμπόριο. Το ελεύθερο εμπόριο δε δημιουργεί ούτε ανάπτυξη, ούτε απασχόληση και αποτελεί μια επίθεση στους μισθούς, τις συνθήκες εργασίας, τους καταναλωτές, το περιβάλλον, τα περιουσιακά στοιχεία του δημοσίου και του πολιτισμού. Τα επιχειρηματικά και τραπεζικά λόμπι υπόσχονται απασχόληση και ανάπτυξη, αλλά θα πρέπει να περιμένουμε επιθέσεις σε ευρωπαϊκούς εργατικούς και συνδικαλιστικούς νόμους και χαμηλότερα πρότυπα προστασίας των καταναλωτών και του περιβάλλοντος, όλα κάτω από το πρόσχημα της άρσης «εμποδίων στο εμπόριο». Η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών είναι μια διαδικασία που μπορεί να είναι μη αναστρέψιμη.

Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα μέτρα της CETA είναι το θέμα της διαιτησίας μεταξύ εθνικών κρατών και εταιρειών. Στην ουσία, η συμφωνία δίνει τη δυνατότητα στους διεθνείς επενδυτές να κινούνται νομικά κατά των εθνικών κυβερνήσεων εφόσον κρίνουν ότι η πολιτική που ακολουθούν βλάπτει τα συμφέροντά τους. Ακόμα, κάτι που συχνά παραβλέπεται, είναι το θέμα της απομείωσης και ρύθμισης του χρέους όταν αυτό βλάπτει κάποιον ξένο επενδυτή. Με αυτή τη λογική, επενδυτές του Καναδά θα μπορούν να καταθέσουν αγωγή για ζημίες αν μια ευρωπαϊκή κυβέρνηση ρυθμίσει ομόλογα ή συμβόλαια ομολόγων και οι όροι δεν είναι σύμφωνοι με τους επενδυτές. Είναι αφέλεια άραγε να αναρωτηθούμε πως γίνεται, με αυτά τα δεδομένα, η ελληνική κυβέρνηση να καλωσόρισε τη συμφωνία αυτή?

Η συμφωνία αυτή μπάζει από παντού. Η αδιαφάνεια που χαρακτηρίζει τις διαπραγματεύσεις της δε συγκινεί όσο θα έπρεπε. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει την αποκλειστική συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις. Ενώ όμως οι επιχειρήσεις-λομπίστες έχουν πρόσβαση στα έγγραφα των διαπραγματεύσεων, το κοινό βασίζεται κυρίως σε πληροφορίες που διέρρευσαν για να πληροφορούνται για την πορεία των συνομιλιών. Ακόμα και οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι λαμβάνουν ανεπαρκείς πληροφορίες και απειλούνται με κυρώσεις, αν αποκαλύψουν ό,τι γνωρίζουν. Οι διαβρωτικές επιπτώσεις της συμφωνίας για τη δημοκρατία και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού μεγαλώνουν.

Το ελεύθερο αυτό εμπόριο που πραγματεύονται είναι σαν να βάζει μια τίγρη και ένα κοτόπουλο σε ένα κλουβί και να λέει «εμπρός λοιπόν, ανταγωνιστείτε!». Η τίγρης λοιπόν θα φάει το κοτόπουλο. Για ανεπτυγμένες οικονομίες όπως ο Καναδάς και η Ε.Ε, η οικονομική λογική γύρω από το θέμα είναι τουλάχιστον αδύναμη. Πρέπει να αποφασίσουμε, λοιπόν, όπως οφείλουμε στην Αριστερά και την ιδέα πίσω από αυτήν. Νομίζουμε, ότι θα μπορούσαμε να έχουμε ρόλο τίγρη? Πιστεύουμε, όπως έχουμε ξανακάνει στο παρελθόν, ότι ακόμα και ως κοτόπουλο μπορούμε να αναμετρηθούμε σε αυτή τη μάχη? Ή μήπως, ψάχνουμε επιχειρήματα ότι, κόντρα σε όλους τους νόμους της ζούγκλας και της επιβίωσης, το κοτόπουλο και η τίγρης θα συνυπάρξουν ειρηνικά?