/της Ιωάννας Κουρού

Τις τελευταίες εβδομάδες συμβαίνει κάτι πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα. Μετά την γενναία απόφαση της Σοφίας Μπεκατώρου να καταγγείλει τον βιαστή της, βλέπουμε πως άνθρωποι από διάφορους κοινωνικούς χώρους παίρνουν το θάρρος να σπάσουν την σιωπή τους και να πετάξουν από πάνω τους αυτό το βάρος που τους ακολουθεί για χρόνια. Το κίνημα #metoo αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά και στην χώρα μας αν και με κάποια καθυστέρηση.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι που μας βοηθούν να καταλάβουμε γιατί όχι μόνο η διεθνής καμπάνια του #metoo, η οποία ξεκίνησε πριν από 5 χρόνια, δεν βρήκε ανταπόκριση στην Ελλάδα, αλλά και γιατί, ενώ από το 2006 που υπάρχει νομοθετική ρύθμιση για την δίωξη της σεξουαλικής παρενόχλησης, δεν είχαν γίνει αντίστοιχες καταγγελίες. Μέσα σε ένα πατριαρχικό πλαίσιο, όπου μέσα στο σπίτι το τηλεκοντρόλ το κρατάει ο πατέρας-αρχηγός του σπιτιού, ο σεξισμός ανάγεται σε δομικό σύστημα καταπίεσης για την γυναίκα και αυτό μπορεί να εκφραστεί με ποικίλους τρόπους. Οι διαφορές και οι διακρίσεις που ορίζουν οι έμφυλοι ρόλοι, όπως  ο καταμερισμός εργασίας, το μισθολογικό και το συνταξιοδοτικό χάσμα με την γυναίκα στην Ελλάδα να παίρνει κατά μέσο όρο ένα τέταρτο χαμηλότερη σύνταξη από ότι ο άνδρας, δυσχεραίνουν την ανάπτυξη καριέρας των γυναικών και αυξάνουν τον κίνδυνο της φτώχειας.

Σε αυτό το πλαίσιο και σε συνδυασμό με την όξυνση της φτώχειας και των οικονομικών ανισοτήτων στο ελληνικό περιβάλλον την τελευταία δεκαετία, η εργασιακή εκμετάλλευση ακόμα και όταν έφτανε στο σημείο της βίας και της σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης, έμενε κρυμμένη κάτω από το χαλάκι. Ο φόβος της ανεργίας ή η μη εργασιακή ανέλιξη πολλές φορές λειτουργούσαν ως ανασταλτικοί παράγοντες για τις γυναίκες και όχι μόνο, ώστε να μην προβούν σε καταγγελία. Βέβαια, όπως, ήδη, αναφέρθηκε, ο κοινωνικός παράγοντας, δηλαδή η αντιμετώπιση από τον κοινωνικό περίγυρο, ο οποίος συνήθως βλέπει με καχυποψία το θύμα, συνυπογράφει στην διαιώνιση του φαινομένου και, μάλιστα, παίζει πρωταρχικό ρόλο. Πολλές φορές τα θύματα επιλέγουν την σιωπή καθώς μετά την αποκάλυψη περνάνε σε έναν δεύτερο γύρο κακοποίησης μέσα από την αμφισβήτησή τους ή το victim blaming, φαινόμενα τα οποία τα βλέπουμε καθημερινά «Τώρα το θυμήθηκε;», «Οι κυρίες, αν δεν έχουν ευαρέσκεια, δεν μπαίνουν στα δωμάτια μοναχικών ανδρών», «Είναι της μόδας οι καταγγελίες τύπου Μπεκατώρου».

Η δημοσιοποίηση τέτοιων περιστατικών, μας ευαισθητοποιεί, μας ενημερώνει, μας κοινωνικοποιεί υπό νέους όρους, καθώς σιγά σιγά αρχίζει να φαίνεται η πλευρά του θύματος με την αναγωγή του φαινομένου της σεξουαλικής βίας και των σχέσεων εξουσίας στον δημόσιο διάλογο. Βέβαια, την ίδια στιγμή, μερικά σημαντικά εργαλεία με τα οποία μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτά τα φαινόμενα, όπως η παιδεία και οι στοχευμένες πολιτικές, φαίνεται να περνούν το κατώφλι του συντηρητισμού. Την στιγμή που ξεσπά αυτό το θετικό τσουνάμι αποκαλύψεων, τα μαθήματα των κοινωνικών επιστημών εξοβελίζονται από την μέση εκπαίδευση, όπως και η Θεματική Εβδομάδα -που τόσο πολύ πολεμήθηκε- και θα συμπεριλάμβανε ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας, ενώ η Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων βρίσκεται υπό κατάργηση με τις πολιτικές επιλογές της Νέας Δημοκρατίας.

Μήπως, ήρθε η ώρα αλλάξουμε κάποια πράγματα ριζικά, αν θέλουμε, όντως, να αλλάξει κάτι;