/του Γιάννη Σώζου

«Εκείνοι που φαίνονται ότι εκ φύσεως είναι άριστοι, χρειάζονται περισσότερο από τους άλλους την παιδεία» έγραψε κάποτε ο Ξενοφώντας.

Όλο αυτό το διάστημα έχει πάρει κεντρική θέση στο τραπέζι του δημόσιου διαλόγου το ζήτημα του δημόσιου πανεπιστήμιου με αφορμή το νέο νομοσχέδιο που ήρθε από το Υπουργείο Παιδείας & Θρησκευμάτων και συμπαρουσιάστηκε με τον Υπ. Προστασίας του Πολίτη.

Το ζήτημα των αιώνιων φοιτητών τέθηκε ξανά στο τραπέζι, καθώς στο νέο νομοσχέδιο προβλέπεται όριο στο χρόνο φοίτησης (4ετής σχολή+2, 5ετής+3, 6ετής+3). Δεν πρόκειται για καινούριο θέμα, καθώς η κυβέρνηση της ΝΔ είχε θέσει ξανά το ζήτημα στο τραπέζι και την προηγούμενη φορά που βρισκόταν στα κυβερνητικά έδρανα.

Το κλασικό παράδειγμα (αβάσιμο από την αρχή μέχρι το τέλος του) που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση είναι πως δεν γίνεται να πληρώνει το κράτος για χρόνια ανθρώπους που «δεν σπουδάζουν». Η κυβέρνηση και οι κυβερνησιολογούντες εντέχνως πετούν άμμο στα μάτια των πολιτών. Πώς γίνεται να κοστίζουν φοιτητές, όταν μετά το πέρας ορισμένου χρόνου, παύει η ισχύς του φοιτητικού πάσο και κατ’ επέκταση τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτό (μειωμένο κόστος μετακίνησης, δωρεάν είσοδος στα μουσεία κλπ);

Φαίνεται πως δεν κρίνεται απλά η ποιότητα των ΑΕΙ, αλλά τέτοιου είδους επιχειρήματα θέτουν σε αμφιβολία και την ίδια την ποιότητα των κυβερνόντων. Γνωρίζουν τις διαδικασίες; Γιατί φαίνεται σαν να μην είναι πλήρως καταρτισμένοι από τις δημόσιες παρεμβάσεις τους με τέτοιου είδους επιχειρήματα. Αν δεν γνωρίζουν, πώς γίνεται να είναι σε θέση να νομοθετούν και να παρεμβαίνουν; Αν γνωρίζουν και το αποκρύπτουν εντέχνως, σημαίνει πως τίθεται θέμα ποιότητας του δημόσιου διαλόγου με ευθύνη της κυβέρνησης. Γιατί, λοιπόν, εντέχνως δημιουργεί τέτοιες εντυπώσεις; (ρητορική η ερώτηση).

Δεύτερο παράδειγμα που χρησιμοποιούν διάφοροι είναι η ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Έθεσαν κάποιοι το ερώτημα: Είναι δυνατόν δίπλα σε φοιτητές 22 χρονών να υπάρχουν φοιτητές 50 χρονών; Είναι αυτό ποιοτική εκπαίδευση; Φυσικά κάποιοι αγνοούν α) την προστιθέμενη αξία που προκύπτει από την πολυσυλλεκτικότητα των ιδεών η οποία προκύπτει και από την πολυσυλλεκτικότητα του φοιτητικού σώματος και β) τον όρο διά βίου μάθηση και τη βαρύνουσα σημασία που έχεις ο όρος για την ευρύτερη κοινωνική ζωή. Στο βωμό, λοιπόν, να στοχοποιηθούν πρόχειρα και άρον άρον  οι μακροχρόνιοι φοιτητές, κάποιοι χάνουν τη λογική αλληλουχία των πραγμάτων. Μπορεί κάποιος να σπουδάζει – και ας είναι 50 χρονών – για ν+2 ή 3 έτη, αλλά είναι ζήτημα ποιότητας αν σπουδάζει ο ίδιος άνθρωπος στα ν+4 έτη;

Επομένως, τίθεται ξανά ένα βασικό ζήτημα· οι κυβερνησιολογούντες γνωρίζουν τις διαδικασίες και τα ζητήματα των ΑΕΙ; Σε λίγες μόλις αράδες, δύο βασικά επιχειρήματα φαίνεται πως δεν στέκουν. Όταν, λοιπόν, τα επιχειρήματα έχουν ξύλινα πόδια, εκτός του ότι τα ίδια δεν μπορούν να σταθούν, δεν μπορούν να στηρίξουν και το εποικοδόμημα στο οποίο φαίνεται να επιτελούν τη λειτουργία των θεμελίων. Άρα ποιο είναι τελικώς το πρόβλημα;

Η ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας δεν αναβαθμίζεται διά της αφαιρετικής μεθόδου, αλλά μέσω της πραγματικής ενίσχυσης των ιδρυμάτων. Όταν η οικονομική ενίσχυση των ΑΕΙ βαίνει μειούμενη κατανοεί κανείς πως το ζήτημα δεν είναι η αναβάθμιση της εκπαίδευσης. Άμμο λοιπόν στα μάτια της κοινωνίας, αντί του φωτός και παιχνίδι με τις στατιστικές. Όταν σε όλη την Ευρώπη η Ελλάδα είναι τελευταία σε αναλογία ακαδημαϊκών/φοιτητών (Eurostat) η λύση δεν δίνεται μέσω της μείωσης των φοιτητών, αλλά μέσω της αύξησης των ακαδημαϊκών.

Είχε δίκιο, μάλλον, ο Ξενοφώντας όταν πριν από χιλιάδες χρόνια έγραψε τη ρήση με την οποία ξεκίνησα το κείμενο αυτό: «Εκείνοι που φαίνονται ότι εκ φύσεως είναι άριστοι, χρειάζονται περισσότερο από τους άλλους την παιδεία».