/του Θάνου Ι. Κουλουβάκη

Στις επτά του μήνα, γράφτηκε ιστορία. Ιστορία για τον αντιφασισμό και τη δημοκρατία. Δε θα μπορούσαμε να μην είμαστε χαρούμενοι και χαρούμενες για την απόφαση που αναγγέλθηκε· δε θα μπορούσαμε να μην αισθανθούμε δικαίωση. Διότι η ενοχή των κατηγορούμενων ήταν αδιαμφισβήτητη και οι δράσεις τους επικίνδυνες για τη δημοκρατία και τις ζωές μας. Το ζήτημα είναι ότι μετά την εν λόγω απόφαση ακολούθησε ένας κυκεώνας αντιδράσεων.

Την ώρα που έπρεπε να επικεντρωθούμε στην κρίσιμη αυτή ιστορική στιγμή, τη στιγμή που έπρεπε να εξετάζουμε τους τρόπους με τους οποίους το αντιφασιστικό κίνημα θα εξελιχθεί έπειτα από αυτή την απόφαση, διότι – ας μη γελιόμαστε – ο εκφασισμός της κοινωνίας δεν τέλειωσε με την θεσμική αυτή καταδίκη, κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε την προσπάθεια καπηλείας της ενοχής. Βρεθήκαμε αντιμέτωπες και αντιμέτωποι με την αγωνιώδη προσπάθεια της κυβέρνησης να αποδείξει ότι η καταδίκη των κατηγορούμενων είναι αποτέλεσμα της δικής της κυβερνητικής πολιτικής και κυριότερα αποτέλεσμα των δικών της δημοκρατικών αξιών και δράσεων.

Είναι αυτονόητο ότι το κυβερνητικό αφήγημα πέφτει στο κενό και δεν έχει καμία λογική υπόσταση. Πρώτα απ’ όλα, όποιες και όποιοι βρέθηκαν στο Εφετείο – στη μαζική αντιφασιστική διαδήλωση – είδαν την προσπάθεια καταστολής από την πλευρά της αστυνομίας. Δεν πέρασε ούτε ένα λεπτό έπειτα από την αναγγελία της ενοχής και οι κατασταλτικοί κρατικοί μηχανισμοί προέβησαν σε βίαιες συμπλοκές χρησιμοποιώντας αύρες – οι οποίες έριχναν νερό στον κόσμο – και δακρυγόνα. Συνεπώς, είναι επιεικώς οξύμωρο το κυβερνών κόμμα να παριστάνει τον βασικό πυλώνα της δημοκρατίας την ίδια στιγμή που τα όργανά του τραμπουκίζουν ανθρώπους που διαδηλώνουν κατά του φασισμού. Για ακόμη μία φορά, ήταν πασιφανής η προσπάθεια εκφοβισμού του κόσμου, η προσπάθεια φίμωσης μίας μαζικής διαδήλωσης.

Σαν να μην φτάνουν όλα αυτά, γνωστοί σε όλους και όλες μας υπουργοί και βουλευτές αποφασίζουν ότι πρέπει να ξεκινήσουν να διατυμπανίζουν στα κανάλια και στις εφημερίδες ότι το κυβερνών κόμμα κατόρθωσε να τα βάλει με τη Χρυσή Αυγή και να τα σπάσει με το αυγό του φιδιού. Παράλληλα, εξαπολύουν επιθέσεις προς τη σημερινή αξιωματική ανιπολίτευση, ισχυριζόμενοι ότι τόσα χρόνια που βρισκόταν στη διακυβέρνηση δεν κατόρθωσε να συμβάλει στην ολοκλήρωση της δίκης.

Αρχικά, είναι εύλογο να αναλογισθούμε ποιοι είναι αυτοί που κατηγορούν. Έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που στο παρελθόν έβγαζαν φωτογραφίες μπροστά σε ναζιστικές αφίσες ή βρίσκονταν χέρι χέρι με γνωστούς – άγνωστους ακροδεξιούς και διαδήλωναν παρέα· τώρα οι ίδιοι άνθρωποι ισχυρίζονται ότι κατόρθωσαν να συμβάλουν στην καταδίκη της Χρυσής Αυγής και στάζουν κροκοδείλια δάκρυα για τους δολοφονημένους. Κι αν κάποιοι τρέξουν να πουν ότι δεν είναι όλοι έτσι, ότι δεν έβγαζαν όλοι φωτογραφίες με γιγαντοαφίσες του Παπαδόπουλου, δε μπορώ να τους βγάλω ψεύτες. Μπορώ, όμως, να πω ότι δέχονται να είναι στο ίδιο κόμμα με τους παραπάνω· μπορώ να πω ότι γνωρίζουν πολύ καλά με ποιους συγκυβερνούν και παρ’ όλα αυτά δεν κάνουν τίποτε γι’ αυτό.

Αυτούς του ανθρώπους έχουμε μπροστά μας να ισχυρίζονται ότι η απόφαση της δίκης της Χρυσής Αυγής είναι αποτέλεσμα της δικής τους πολιτικής. Δεν αντιλαμβάνονται, εν τούτοις, ότι είναι ντροπή η προσπάθεια καπηλείας ενός συλλογικού αγώνα. Ψηλά γράμματα για ανθρώπους που δεν έχουν καμία ιδέα του τι σημαίνει ούτε συλλογικότητα ούτε αγώνας. Η ουσία είναι ότι ο λαός δεν μπορεί να ξεχνά, ούτε να κάνει τα στραβά μάτια. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ποιοι ήταν αυτοί που μιλούσαν κρυφά με βουλευτές της Χρυσής Αυγής – ας θυμηθούμε τα βίντεο που διέρρευσαν πριν μερικά χρόνια. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ποιοι διαδήλωναν παρέα στα εθνικιστικά συλλαλητήρια στο σύνταγμα. Δεν ξεχνάμε ποιοι ανέθρεψαν το αυγό του φιδιού!

Δεν ξεχνάμε και ούτε έχουμε αυταπάτες.