/του Συμεών Λαμάι και της Ιώαννας Κουρού 

Ο εξοβελισμός των κοινωνικών επιστημών (και του μαθήματος των καλλιτεχνικών) από το λύκειο, με το εκπαιδευτικό νομοσχέδιο της Νέας Δημοκρατίας, έχει εγείρει αντιδράσεις στο σύνολο της κοινωνίας. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι παρά τις αλλαγές που έχουν συνοδεύσει τα μαθήματα των κοινωνικών επιστημών στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση τις τελευταίες δεκαετίες,  η μοναδική φορά, που έπαψαν, ουσιαστικά, να υφίστανται στο ωρολόγιο πρόγραμμα ήταν την περίοδο της χούντας.

Σήμερα, βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπου η κυβέρνηση προχώρησε στην κατάργηση της κοινωνιολογίας, στην κατάργηση του μαθήματος ο Σύγχρονος Κόσμος (Πολίτης και Δημοκρατία) αλλά και στην κατάργηση του «Βασικές Αρχές Κοινωνικών Επιστημών» , την ίδια στιγμή βέβαια που το μάθημα της Πολιτικής Παιδείας μειώνεται κατά μια ώρα, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα καλλιτεχνικά.

Η αλήθεια είναι ότι για επιφανή μέλη της παρούσας κυβέρνησης ένας ολόκληρος επιστημονικός κλάδος, αυτός της Κοινωνιολογίας, κάνει τα παιδιά μας…αριστερά! Αυτή η αντίληψη προς την επιστήμη της Κοινωνιολογίας, αλλά και των υπόλοιπων παρεμφερών μαθημάτων, φανερώνει την επιλογή της κυβέρνησης, μια επιλογή διαμορφωμένη από τον φόβο της προς τους σκεπτόμενους πολίτες. Και αυτό διότι οι κοινωνικές επιστήμες είναι εκείνες που επιμένουν ότι οι πράξεις και οι σκοποί του ανθρώπου δεν πρέπει να είναι προϊόν της τυφλής αναγκαιότητας. Είτε, π.χ, αυτή η τυφλή αναγκαιότητα προκύπτει από τα ορθόδοξα οικονομικά θατσερικής προέλευσης, του τύπου «δεν υπάρχει εναλλακτική», είτε, σε αυτή την συνθήκη που βιώνουμε σήμερα, στην οποία ο coronavirus γίνεται εργαλείο στα χέρια εκείνων που τρέφουν μια κάποια απέχθεια προς οτιδήποτε κοινωνικό και λατρεύουν, καθώς λένε, το άτομο και μόνο. Οι αντίπαλοι των κοινωνικών επιστημών, όπως η παρούσα κυβέρνηση, ισχυρίζονται, εμμέσως πλην σαφώς, ότι οι κοινωνικές επιστήμες υπό μια αγοραία προσέγγιση, δεν είναι χρήσιμες, δεν έχουν δηλαδή κάποια αξία, και ότι δεν έχει αξία που αποτυπώνεται σε χρήμα είναι φλύαρο, ανιαρό και άχρηστο.

 Σε κάθε περίπτωση, η δευτεροβάθμια εκπαίδευση και το πρόγραμμα σπουδών της  συμβάλλει στην προετοιμασία των νέων για την ενήλικη ζωή. Δεν τους μαθαίνει μία συγκεκριμένη τέχνη ή μία συγκεκριμένη επιστήμη, αλλά τους εφοδιάζει με τα απαραίτητα εργαλεία ώστε να είναι έτοιμοι να ανταποκριθούν σε οποιοδήποτε επάγγελμα επιλέξουν και να επεξεργαστούν τα ανθρώπινα προβλήματα μέσα από την διαμόρφωση του σκέπτεσθαι και του δραν. Τα μαθήματα των κοινωνικών επιστημών βοηθούν τους νέους (και όχι μόνο) να συνθέσουν τις γνώσεις τους, να καταλάβουν γιατί συνδέονται και πως αλληλοεπηρεάζονται διάφορα φαινόμενα της κοινωνικής πραγματικότητας. Οι έννοιες της ταυτότητας, λ.χ, και της κοινωνικοποίησης, της παγκοσμιοποίησης και της δημοκρατίας, της φτώχειας και της ανεργίας κρύβουν περισσότερο από αυτό που μας λένε εκ πρώτης όψεως. Για να είναι όμως σε θέση κατανόησης αυτών που κρύβονται οφείλει να έχει κανείς τα εργαλεία των κοινωνικών επιστημών.

Μελετώντας, επί παραδείγματι, ο μαθητής την εκπαίδευση και τον ρόλο της ως παράγοντα αναπαραγωγής της κοινωνίας και των ανισοτήτων, θα συνειδητοποιήσει γιατί ο ψυκτικός είναι από το Περιστέρι και όχι από την Κηφισιά˙ διαβάζοντας και συζητώντας για τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα ίσως αναρωτηθεί γιατί να μην δίνει σημασία σε ένα παιδί ρομά που είναι μόνο του έξω, ενώ για ένα παιδί που ανταποκρίνεται στις νόρμες ως «φυσιολογικό», «δικό μας και όχι ξένο, διαφορετικό» να εκδηλώνει ιδιαίτερη ευαισθησία.

Μέσα από αυτά τα μαθήματα ο αυριανός πολίτης θα γνωρίζει πως η ελευθερία του σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου, θα μιλήσει με καθηγητές την ώρα του μαθήματος, οι οποίοι θα του εξηγήσουν πως βάσει Συντάγματος, Δημοκρατία δεν σημαίνει εκφέρω απλά την άποψή μου, αλλά την εκφέρω σεβόμενος τον διπλανό μου.

Μέσα από τις κοινωνικές επιστήμες, που τόσο θέλουν να εξορίσουν από το ωρολόγιο σχολικό πρόγραμμα, δημιουργούνται νέα μονοπάτια σκέψης, ανοίγονται μυαλά, οι νέοι αρχίζουν να διακρίνουν, να επιχειρηματολογούν, να διαφωνούν και να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, να αντιλαμβάνονται ότι πολλές φορές δεν είναι πάντα αυτό που φαίνεται, διαβάζοντας τελικά πίσω από τις λέξεις.

Θα πει κανείς ότι οι οπαδοί της κατάργησης θα έπρεπε να μην προχωρήσουν σε κατάργηση, καθώς αυτά που μαθαίνουμε έχουν πάντα αναφορά στον κυρίαρχο τρόπο σκέψης. Συνεπώς, θα μάθουμε να επεξεργαζόμαστε και να νομιμοποιούμε θεωρητικά μια υφιστάμενη κατάσταση. Αδιαμφισβήτητα, αυτό θα ήταν εύστοχο. Για να διδαχθεί όμως ο κυρίαρχος τρόπος σκέψης είναι αναγκαία και μια αναφορά στον «κυριαρχούμενο», ή εν πάση περιπτώσει, στον «περιθωριακό» τρόπο σκέψης. Ίσως, αυτό είναι  το μεγαλύτερο ζήτημα που έχουν οι οπαδοί της κατάργησης των κοινωνικών επιστημών, ότι δηλαδή η δυνατότητα η οποία διαθέτουν οι κοινωνικές επιστήμες να ερεθίζουν το νου των νέων ανθρώπων, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να θέτουν ερωτήσεις, οι οποίες διαρκώς ναρκοθετούν το φαινομενικά αυτονόητο και φυσικό, δεν επιτρέπουν την καθολική επικράτηση της «κανονικότητας».