/της Αδαμαντίας Αρανίτη

 

Η χθεσινή μέρα μνήμης έχει πάντα ένα ιδιότυπο τρόπο να είναι επίκαιρη. Συνδέει τους νεκρούς εργάτες στο Σικάγο του 1886 και τους διακόσιους κομμουνιστές που εκτελέστηκαν στο σκοπευτήριο της Καισαριανής το 1944, με το παρόν. Όσο κι αν εργατικά δικαιώματα θεωρούνται κατάκτηση, δεν είναι ποτέ αυτονόητη η καθολική εφαρμογή τους. 

Κι αν αυτό ακούγεται υπερβολή, ή και μονομερής κακεντρέχεια, σας καλώ να θυμηθούμε το εξής: το 2007, είχαμε τη γενιά των 700 ευρώ. Τι την αντικατέστησε; Μήπως η γενιά των 1.500 ευρώ; Φευ! Σε χρόνια λιγότερα από τα δάχτυλα του ενός χεριού ήρθε η γενιά των 592. Ευρώ πάλι, το θυμόμαστε. Σε μια χώρα που η κρίση ξεκίνησε την αφαίμαξη των πολιτών, αργά μεν, αλλά σταθερά δε, από το 2009 φτάσαμε μέσα στα επόμενα εννέα χρόνια, το όχι και τόσο μακρινό 2018, να μιλάμε πια για G400, σε μια απόπειρα να γίνει πιο μοντέρνα η ταμπέλα της ντροπής. Σημαίνει όμως ακόμα και σήμερα, το 2020, γενιά των 400 ευρώ. 

Εδώ αξίζει να κάνουμε μια μικρή παρένθεση. Λέγοντας γενιά, αυτομάτως ο συνειρμός μας είναι νέοι εργαζόμενοι. Παραλείπουμε με μια τρομερή επιμέλεια, να αναφερθούμε στον ελέφαντα μέσα στο δωμάτιο: δεν είναι όλοι οι εργαζόμενοι νέοι, χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς οικογένεια, χωρίς δάνεια και χρέη. Το 2007, με το ίδιο ποσό αμείβονταν και οι άνθρωποι με όλα τα παραπάνω. Σήμερα, με 400 ευρώ, εξακολουθεί να συμβαίνει ακριβώς το ίδιο. 

Η εξόντωση των εργαζομένων, συνεχίζει με τους ρυθμούς που ξεκίνησε, για να ισοπεδώσει ό,τι στέκει ακόμα στη θέση του. Η επιδότηση της ανεργίας ταυτίζεται με το ποσό που αμείβεται ένας εργαζόμενος. Δηλωμένος κατά το ήμισυ ή και καθόλου, καλείται να δουλέψει για έναν αριθμό 8-10 ωρών, οι υπερωρίες φυσικά απλήρωτες. «Δεν δικαιούσαι επίδομα, ε;» είναι συνήθως η ερώτηση στην κοινωνία που ανεργία κι εργασία έχουν γίνει σχεδόν ένα.

Παλαιότερα πλανιόταν το γνωστό «οι νέοι είναι τεμπέληδες, δεν θέλουν να δουλέψουν» όμως η εξάπλωση του μισθού-χαρτζιλίκι και σε όχι τόσο νέους, δεν άφησε πολλά περιθώρια για λάσπη. Όταν βέβαια αυτό συνέβη ήταν αργά. Την εποχή του κορονοϊού ακούμε για κοπέλες στο σούπερ μάρκετ. Για νέους ντελιβεράδες. Η διαζευγμένη μητέρα ταμίας που εκτελεί χρέη σχεδόν όλων των πόστων στην πρώτη περίπτωση, και ο μεσήλικας με το κράνος που παραδίδει την παραγγελία με ευγένεια αλλά κι ένα βλέμμα σχεδόν ηττημένο, είναι αόρατοι. 

Τα πρωτόγονα σαδιστικά μας ένστικτα ψιθυρίζουν χαιρέκακα, απέναντι στα γεγονότα: «ας σπούδαζαν» «ας πρόσεχαν» «ας είχαν κάνει καλύτερες επιλογές, μια ζωή είχαν». Με ένα «ας» αποτάσσουμε τον εφιάλτη, σίγουροι πως έτσι τον ξορκίζουμε, κι ας ζούμε μέσα σ’ αυτόν. Έτσι με ένα λεκτικό δόρυ και πέτρες αδιαφορίας, συνοδεία των προαναφερθέντων ενστίκτων, κάνουμε κι εμείς με τη σειρά μας επιλογές.

Επιλογή να μη νοιαστούμε, επιλογή να μη σκεφτούμε και κυρίως επιλογή, να μην απαιτήσουμε. Με αυτόν τον τρόπο καταφέρνουμε να στρέψουμε τις κάνες του  εκτελεστικού αποσπάσματος στα κεφάλια μας. Ας γίνει η μέρα αυτή αφορμή να μας κάνει να φωνάξουμε «ως εδώ!».