/Συνέντευξη με τον Καθηγητή ΕΚΠΑ και Πρόεδρο ΙΕΠ, Γεράσιμο Κουζέλη

-Το τελευταίο χρονικό διάστημα, ολοένα και περισσότερο, γίνεται λόγος για τη Νέα Δεξιά. Στην ιδεολογική αυτή οικογένεια, εντάσσονται τα κόμματα του Τραμπ και της Λεπέν, ενώ ένα αντίστοιχο πολιτικό στίγμα διαφαίνεται και στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Θεωρείτε πως -τόσο στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς- υπάρχει σήμερα μια στροφή του χώρου της Δεξιάς προς τη ριζοσπαστικοποίηση και την υιοθέτηση εθνικιστικών και ρατσιστικών αντιλήψεων?

Θα πω δυο πράγματα που μοιάζουν αντιφατικά. Αφενός, πως τόσο η δικιά μας όσο και η διεθνής Δεξιά χαρακτηριζόταν πάντα, και στην «παλιά» της εκδοχή, από λόγους και πρακτικές ακραίου οικονομισμού και ακραίου εθνοκεντρισμού ― και πως, επομένως, τα σημερινά φαινόμενα δεν προέκυψαν τόσο ξαφνικά όσο συνήθως δηλώνεται, εφόσον εκείνοι είχαν τους κου-κλουξ-κλαν και τους Πεταίν τους και εμείς τους Μεταξάδες, τη «βαθιά» δεξιά, το δεξιό παρακράτος και τους χουντικούς μας. Αφετέρου, βεβαίως, η κυρίαρχη σήμερα ιδεολογία που συνδέεται με τον νεοφιλελευθερισμό, τη λατρεία της αγοράς και την οργανωμένη αντι-αλληλεγγύη συναρθρώθηκαν, υπό συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, με έναν μισαλλόδοξο εθνικισμό σε ένα κράμα δυνητικά εκρηκτικό και νέο στη σύστασή του. Η σημερινή Δεξιά στρέφεται προς έναν λόγο που έχει δοκιμαστεί στο παρελθόν με ολέθρια αποτελέσματα, τόσο επειδή μπορεί, δηλαδή επειδή έχουν εκλείψει οι οργανωμένοι και ισχυροί αντίπαλοί του, όσο και επειδή καιροσκοπικά εκμεταλλεύεται την ενδυνάμωση της φασιστικής δυναμικής που απορρέει από τις συνθήκες αδιεξόδου, αποσταθεροποίησης της δημοκρατίας και λαϊκής απόγνωσης που η ίδια επέβαλε. Ναι, η στροφή υπάρχει και είναι απολύτως επικίνδυνη, διεθνώς και στη χώρα μας.

-Θα μπορούσε, κατά τη γνώμη σας, η άνοδος των νεο-δεξιών δυνάμεων να θεωρηθεί ως ένα “περιστασιακό ατύχημα”;

Όχι, το φαινόμενο αυτό, αν και αποτελεί, φυσικά, προϊόν μιας συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας και, επομένως, ενός συγκεκριμένου συσχετισμού κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, δεν είναι ούτε τυχαίο ούτε δευτερεύον. Το ιστορικό τοπίο που διαμορφώθηκε, μετά την πτώση των καθεστώτων του σοβιετικού «σοσιαλισμού» και τη μονοπώληση του πεδίου των οραμάτων από τον όλο και πιο σκληρό, όλο και πιο ολοκληρωτικό καπιταλισμό, δεν είναι «περιστασιακό ατύχημα». Η εγγενής αντίφαση της δημοκρατίας, η διαχείριση, δηλαδή, της αρχής για ισότητα και αλληλεγγύη υπό το καθεστώς ταξικής οργάνωσης και άνισης διανομής, απαιτεί πολιτική και ιδεολογική διαχείριση, αποτελεσματική καταστολή των αξιώσεων και νομιμοποίηση της κοινωνικής αδικίας. Όσο στη σκιά του κομμουνιστικού «αντίπαλου δέους» η σοσιαλδημοκρατία αναλάμβανε την ευθύνη της άμβλυνσης των αντιθέσεων, υπήρχε -φαινομενικά έστω- μια εναλλακτική οδός. Με τη ριζική της συρρίκνωση, ο επιθετικά ταξικός λόγος του νεοφιλελευθερισμού εμφανίζεται ως μονόδρομος. Πρόκειται για κρίσιμη μεταβολή του ιστορικού, κοινωνικοπολιτικού σκηνικού. Ακόμα και η συνάρθρωση με το προϋπάρχον δυναμικό των αντιδημοκρατικών λόγων, που εστιάζουν στο έθνος ―άλλη αντιφατική συνθήκη της διεθνοποιημένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής― ή και σε προ-νεωτερικές πηγές ταύτισης σαν την φυλή, δεν αποτελεί «ατύχημα». Οικοδομήθηκε και αξιοποιείται.

-Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι οι αντιλήψεις της Νέας Δεξιάς πηγάζουν από την φασιστική ιδεολογία του 20ου αιώνα;

Το υπαινίχθηκα ήδη προηγουμένως. Είπα πως η νέα Δεξιά εκμεταλλεύεται την ενδυνάμωση της φασιστικής δυναμικής που προκύπτει υπό της παρούσες συνθήκες. Η ιδιοτροπία των κριτικών αναλύσεων για το φασιστικό φαινόμενο έγκειται στο ότι του αποδίδεται ένας χαρακτήρας προ-νεωτερικής οργάνωσης, αλλά και το καθεστώς μιας συμπύκνωσης της ουσίας της καπιταλιστικής νεωτερικότητας. Ότι και οι ίδιοι οι άνθρωποι ή τα ανθρώπινα όργανα μπορούν να αποτελούν εμπόρευμα, ότι η εξόντωση του «άλλου» μπορεί να οργανωθεί με τον ορθολογικό τρόπο της σύγχρονης βιομηχανικής παραγωγής, όπως το είδαμε στο Άουσβιτς, όλα αυτά -τα πιο αδιανόητα- είναι συμβατά με την καπιταλιστική κοινωνία. Συμβατοί αποδείχτηκαν, έτσι, και οι λόγοι που στήριζαν και στηρίζουν πλευρές της αδυσώπητης ανάπτυξης των αγορών και του κέρδους, χαράσσοντας αξιοποιήσιμες διακρίσεις στο κοινωνικό σώμα. Ναι, η επικαιροποίηση αλλά και ριζική επέκταση του εθνικισμού, το παιχνίδι μεταξύ βιολογικού και πολιτισμικού ρατσισμού, η νομιμοποίηση του αυταρχισμού και, κυρίως, η κάθε λογής εύκολη και κοινότοπη αμφισβήτηση της δημοκρατίας, της πολιτικής και των πολιτικών που την εκπροσωπούν, ναι, αυτές οι δυναμικές έχουν φασιστικές καταβολές.

-Πρόσφατα, σε κείμενό του, ο Jurgen Habermas υποστηρίζει ότι, στη σημερινή παγκόσμια συνθήκη, η επιστροφή και η παραμονή στα εθνικά σύνορα δεν μπορεί να είναι η σωστή απάντηση. Βρισκόμαστε, κατά τη γνώμη σας, μπροστά σε μία συνθήκη επιστροφής της ιδέας των εθνών-κρατών;

Ο Χάμπερμας έχει δίκιο, όπως θα λέγαμε, επί της αρχής. Έχει από παλιά καταγράψει τις συνέπειες της αντίφασης ενός καπιταλιστικού κράτους που στηρίζεται στη μορφή της εθνικής υπόστασης, αλλά δρα στο πλαίσιο μιας οικονομίας που απαιτεί και επιβάλλει υπερεθνικές συνθήκες, και μιας οικονομίας που δεν αναγνωρίζει το «έθνος» ως ενότητα, αλλά υπαγορεύει διακρίσεις τάξεων. Έχει όμως, έστω και άτολμα, αναδείξει την ιδρυτική αντίφαση της Ευρώπης ως μιας υπερεθνικής ένωσης που δεν στηρίζεται σε υπερεθνικές πολιτικές διαδικασίες και που, κυρίως, δεν διαθέτει δημοκρατική οργάνωση. Το ότι, πράγματι, η επιστροφή στην, ρητορική τουλάχιστον, αναδίπλωση στο εθνικό πλαίσιο εμφανίζεται ως απαίτηση της εποχής, τάχα ως αναγκαία αμυντική κίνηση μπροστά στις δήθεν απειλές απώλειας της ταυτότητας, μπροστά στους άλλους πολιτισμούς, μπροστά στους μετανάστες, τους ξένους και τους διαφορετικούς, αποτελεί και έναν ιδεολογικοπολιτικό ελιγμό: αποπροσανατολισμό των δημοκρατικών και λαϊκών αξιώσεων, συγκάλυψη της αποτυχίας του λεγόμενου «ευρωπαϊκού εγχειρήματος» και άντληση από τη δεξαμενή του ανοικτά φασιστικού δυναμικού. Όλα αυτά απαιτούν πρακτική απάντηση και, κυρίως, ανάδειξη δημοκρατικών προοπτικών.