/Του Bolek

“Ένα φάντασμα πλανιέται στην Ευρώπη: το φάντασμα του κομμουνισμού. Όλες οι δυνάμεις της γερασμένης Ευρώπης ενώθηκαν σε μια ιερή συμμαχία για να κυνηγήσουν αυτό το φάντασμα: ο πάπας και ο τσάρος, ο Μέτερνιχ κι ο Γκιζό, γάλλοι ριζοσπάστες και γερμανοί αστυνομικοί”.

Με αυτό τον τρόπο ο Καρλ Μάρξ περιγράφει την ιστορική πολιτική και οικονομική κατάσταση στην Ευρωπαική Ήπειρο στα μέσα  του 19ου αιώνα στις πρώτες αράδες του Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Την στιγμή, δηλαδή, που ένας νέος κόσμος πάσχιζε να γεννηθεί, οι δυνάμεις του παλαιού καθεστώτος έδιναν την ύστατη μάχη να αποτρέψουν τις μάζες των εξαθλιωμένων να επαναλάβουν την “τρέλα” της Κομμούνας των Παρισίων και άλλων επαναστατικών δυναμικών, που εκδηλώνονταν από άκρη σε άκρη της Γηραιάς Ηπείρου. Η βιομηχανική επανάσταση γέννησε πλειοψηφίες εργατών που εργάζονταν σε άθλιες συνθήκες, παράγοντας εύκολο πλούτο για τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Την ίδια στιγμή, το αποτύπωμα της Γαλλικής Επανάστασης παρέμενε ανεξίτηλο, θέτοντας σε κίνδυνο την “ελέω θεού” κυριαρχία των αυτοκρατοριών, των Βασιλιάδων και της Εκκλησίας.

Το Κεφάλαιο, το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, η Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, η Κριτική της πολιτικής οικονομίας, είναι μερικά από τα έργα του Γερμανού Φιλοσόφου που αποτέλεσαν την βάση για την επαναστατική θεωρία, αλλά και την Πολιτική οικονομία έως και σήμερα. Φέτος, συμπληρώνονται 200 χρόνια από την γέννηση του Καρλ Μάρξ. Πολλά τα αφιερώματα, πολλές οι συζητήσεις, πολλά τα “μνημόσυνα”.

Πόσο επίκαιρος  είναι, όμως,  ο Μάρξ; Μάλλον είναι αναπόφευκτα αναγκαίος. Σήμερα στην Ευρώπη, αλλά και παγκοσμίως, όλα τα κοινωνικά και πολιτικά κεκτημένα του περασμένου αιώνα βρίσκονται υπό διακύβευση. Η εργασία, το 8ωρο, το κοινωνικό κράτος, η δημοκρατία, τα κοινωνικά δικαιώματα.  Ο τρόπος που διαχειρίστηκαν οι κυρίαρχοι στην Ευρώπη την οικονομική κρίση, βάζοντας πάνω από τους ανθρώπους τις τράπεζες και τις αγορές, πάνω από τους δημοκρατικούς θεσμούς τεχνοκράτες και τραπεζίτες, προκάλεσε ένα τεράστιο κενό εκπροσώπησης και ένα ανεπανόρθωτο έλλειμμα εμπιστοσύνης των λαών προς την πολιτική και τους εκπροσώπους της.

Η εμμονή στην λιτότητα, η περιθωριοποίηση της δημοκρατίας, οι χιλιάδες νέοι που οδηγήθηκαν στην ανεργία και στην επισφάλεια, η ξενοφοβία, έστρωσαν τον δρόμο στο τέρας του φασισμού. Αυτό που όλοι νόμιζαν πως είχαν θάψει μετά το τέλος του πολέμου. Και δεν είναι τυχαίο ότι δεν αφορά μόνο ακροδεξιές και ναζιστικές οργανώσεις. Η ακροδεξιά ιδεολογία κερδίζει συνεχώς την ηγεμονία εντός των κομμάτων της παραδοσιακής κεντροδεξιάς και δεξιάς. Ο Όρμπαν στην Ουγγαρία, ο Κουρτς στην Ιταλία, η συνεχής ακροδεξιά μετατόπιση της Ν.Δ. στην Ελλάδα, είναι ενδεικτικά παραδείγματα, δίπλα σε αυτά του Ιταλού Σαλβίνι, του ακροδεξιού AFD στην Γερμανία, της Λεπέν στην Γαλλία.

Βρισκόμαστε, λοιπόν, στην ιστορική αυτή στιγμή που η σύγκρουση για τον νέο συσχετισμό δύναμης θα εξελίσσεται και θα γίνεται όλο και πιο σκληρή. Από τη μια, όσα αναφέρουμε παραπάνω, από την άλλη, εκεί που οι δυνάμεις της Αριστεράς κατάφεραν να αρθρώσουν μια πειστική εναλλακτική πείθοντας την κοινωνική πλειοψηφία, λειτουργούν ως ανάχωμα στην επέλαση του “μαύρου”. Η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, η αύξηση του κατώτατου μισθού, η μείωση της ανεργίας, η ενίσχυση των κοινωνικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα διαμορφώνουν μια νέα συνθήκη και μια ελπίδα.

Το μέλλον είναι αβέβαιο και είναι δεδομένο πως τίποτα δεν θα είναι ίδιο μετά από μερικά χρόνια. Το ερώτημα είναι, προς ποια κατεύθυνση θα κινηθεί αυτή η νέα εποχή. Εδώ, όσον αφορά τις αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις,  ο Μαρξ εκ των πραγμάτων θα παίξει ξανά τον ρόλο του οδηγού. Χωρίς όμως να αποτελεί “manual”. Όπως γράφει ο ίδιος, άλλωστε, στο Μανιφέστο:  “Οι γενικές αρχές που εκτέθηκαν σ’ αυτό διατηρούν, σε γενικές γραμμές, και σήμερα όλη τους την ορθότητα. Μερικά σημεία θα μπορούσαν εδώ κι εκεί να διορθωθούν. Η πρακτική εφαρμογή αυτών των αρχών,  θα εξαρτηθεί παντού και πάντα από τις υπάρχουσες ιστορικές συνθήκες”.