/ Tης Ελένης Νικολάτου

Στο δημοψήφισμα της 16ης  Απριλίου στην Τουρκία, το διακύβευμα ήταν η ίδια η δημοκρατία, που μέρα με την μέρα χάνει έδαφος. Ήδη, εδώ και χρόνια, ο Ταγίπ Ερντογάν προσπαθεί να κρατηθεί στην εξουσία, κυβερνώντας με σκληρό και  σχεδόν δικτατορικό τρόπο. Κάθε είδους δικαίωμα και ελευθερία έχει περιοριστεί, ενώ προωθούνται όλο και πιο συντηρητικές θέσεις σε σχέση με το Ισλάμ, καταρρίπτοντας τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους.

Η ελευθερία του λόγου και του τύπου, στην Τουρκία του 2017, είναι σχεδόν μηδαμινές, καθώς δεκάδες πολιτικοί αντίπαλοι, δημοσιογράφοι και  διανοούμενοι έχουν φυλακισθεί ή εξοριστεί, και εκατοντάδες δημόσιοι υπάλληλοί έχουν απολυθεί. Μάλιστα, με πρόσχημα την απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016, επικρατεί καθεστώς έκτακτης ανάγκης και η φίμωση και οι διώξεις των διαφωνούντων  έχουν εντατικοποιηθεί. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ο ένας συμπρόεδρος  του τρίτου μεγαλύτερου κόμματος, του HDP, Σελαχατίν Ντεμιρτάς, είναι στην φυλακή από το περασμένο Νοέμβριο , ενώ η δεύτερη συμπρόεδρος του,  Φιγκέν  Γιουκσεντάγ, έχει εκδιωχθεί από το κοινοβουλευτικό της αξίωμα.

Μέσα σε  κλίμα τρόμου, λοιπόν, και κυβερνητικής προπαγάνδας, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προχώρησε στο δημοψήφισμα, το οποίο θα του επιτρέψει να προβεί σε συνταγματικές μεταρρυθμίσεις,  που θα αλλάξουν τόσο την μορφή του πολιτεύματος, όσο και θα αυξήσουν τις εξουσίες του. Το πολίτευμα, από κοινοβουλευτικό. θα μετατραπεί σε προεδρικό, ενώ ο πρόεδρός θα έχει εκτεταμένες εκτελεστικές και νομοθετικές εξουσίες, όπως το να καταρτίζει τους κρατικούς προϋπολογισμούς και να διορίζει δικαστές στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Επιπλέον, ο πρόεδρος δεν θα είναι πια υποχρεωμένος να είναι ουδέτερος, αλλά θα μπορεί να είναι μέλος κάποιου κόμματος. Με λίγα λόγια, ο Ερντογάν προσπαθεί να ενισχύσει τις εξουσίες του σε τέτοιον βαθμό, που ουσιαστικά θα μετατραπεί σε «σουλτάνο» !

Σε ένα πρώτο επίπεδο, ο Ερντογάν μπορεί να κέρδισε το δημοψήφισμα, ωστόσο το αποτέλεσμα ήταν οριακό, δεδομένου ότι το μόνο 51,41% των ψήφων πήρε το «ναι» (evet) και το 48,59% το «όχι» (hayir). Ιδιαίτερα, αν κανείς σκεφτεί, τόσο την άνιση προεκλογική εκστρατεία, με την τεράστια προπαγάνδα υπέρ του  «ναι», όσο και την περιορισμένη δυνατότητα όσων βρίσκονταν στο αντίπαλο στρατόπεδο να ακουστούν. Επιπλέον, σε όλες τις μεγάλες πόλεις, όπως στην Κωνσταντινούπολη, την Άγκυρα, την Σμύρνη και την Αττάλεια, καθώς και σε όλα τα παράλια της Τουρκίας, το «όχι» βγήκε πρώτο.

Ταυτόχρονα, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, το κεμαλικό Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CHP) και το αριστερό φιλοκουρδικό  Κόμμα Δημοκρατίας των Λαών (HDP), καταγγέλλουν ότι έχει γίνει νοθεία και δεν αναγνωρίζουν το αποτέλεσμα, καταφεύγοντας στο τουρκικό Συμβούλιο της Επικρατείας κατά του Ανώτατου Εκλογικού Συμβουλίου. Η προσφυγή τους, βέβαια, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν έγινε δεκτή, παρά τις αμέτρητες αποδείξεις ότι έγιναν παρατυπίες στο δημοψήφισμα.

Το Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο αποφάσισε  να καταμετρηθούν ως έγκυρα χιλιάδες ψηφοδέλτια, τα οποία δεν έφεραν την επίσημη σφραγίδα των εφορευτικών επιτροπών. Ακόμα, υπάρχουν αποδείξεις ότι στελέχη του κόμματος του Ερντογάν (AKP) ψήφισαν πάνω από μία φορά, ενώ 350.000-500.000 άτομα, κυρίως στις νοτιοανατολικές περιοχές των Κούρδων, δεν μπόρεσαν να εγγραφούν στους εκλογικούς καταλόγους για να ψηφίσουν. Αλλά και σύμφωνα με τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ),  η διαδικασία του δημοψηφίσματος δεν τηρούσε, σε καμιά περίπτωση, τις αρχές της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας.

Μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, διοργανώθηκαν διαμαρτυρίες στην Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα, οι οποίες, όμως, δεν είχαν  περιθώριο να ακουστούν. Ο Ερντογάν έχει όλα τα μέσα, πλέον, για να εξασφαλίσει την παντοδυναμία του και είναι έτοιμος ακόμα και να προβεί και σε άλλο δημοψήφισμα, για την επαναφορά της θανατικής ποινής. Μια νέα εποχή ξεκινά για την Τουρκία, όπου το τέλος της δημοκρατίας είναι εμφανές.