/του Άκη Κωνσταντίνου

Ένας από τους πιο παραγωγικούς τομείς της Ελλάδας και ταυτόχρονα από τους πιο υποβαθμισμένους από τις κυβερνήσεις είναι ο πρωτογενής. Η Ελλάδα με το κλίμα και την εδαφική της δομή καθιστάται από τις πιο εύφορες περιοχές του κόσμου με τα αγροτικά της προϊόντα να είναι από τα ποιοτικότερα. Παρόλα αυτά κάθε χρόνο σχεδόν, με εξαίρεση τα τελευταία δύο χρόνια της πανδημίας, οι αγρότες κάνουν μπλόκα διαμαρτυρόμενοι για πολιτικές που τους υποβαθμίζουν με κύριο φόντο την εύφορη κοιλάδα των Τεμπών. Και αν πολλές φορές η αγροτιά στην Ελλάδα υπήρξε συνυφασμένη με την αφοριστική θεωρία ότι παίρνανε τα αγροτικά κονδύλια της ΕΕ τη δεκαετία του ‘80 και τα ρίχνανε στα ακριβά αυτοκίνητα, τις βίλες και τα σκυλάδικα προσπαθώντας με αυτό το τρόπο να υπονομεύσουν τους αγώνες των αγροτών, το αγροτικό κίνημα υπήρξε πάντοτε από τα πιο ισχυρά κινήματα της Ελλάδας με μακρά ιστορία βαμμένη με αίμα.

Το 1881 με τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης η Θεσσαλία προσαρτήθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Ελληνική Επικράτεια. Τότε ο αχανής θεσσαλικός κάμπος πέρασε στα χέρια των τσιφλικάδων. Μεγαλοαστοί έσπευσαν να αγοράσουν τεράστιες εκτάσεις του κάμπου κοψοχρονιά από τους Τούρκους ενώ το νέο νομοθετικό πλαίσιο για τις αγροτικές εκτάσεις βασίστηκε στο βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο που ίσχυε πριν την Τουρκοκρατία. Ένα σύστημα βασισμένο στη φεουδαρχία το οποίο άφηνε του μικροκτηματίες (κολίγους) έρμαιο των τσιφλικάδων που διαφέντευαν την περιοχή. Οι Έλληνες τσιφλικάδες αποδείχτηκαν χειρότεροι των Τούρκων. Καρπώνονταν το ⅓ της παραγωγής των κολίγων, οι γυναίκες των κολίγων γινόντουσαν υπηρέτριες, ενώ οι κολίγοι ζούσαν σε τρώγλες και υφίσταντο εκτός από την εργασιακή εκμετάλλευση, διαφόρους βασανισμούς από μαστίγιο μέχρι εκτέλεση, ενώ ο βιασμός γυναικών στα χωράφια από τους τσιφλικάδες και τους επιστάτες τους ήταν πλέον καθημερινό φαινόμενο.

Η αρχή της εξέγερσης των κολίγων έγινε το 1906. Εμπνευστής ήταν ο Κεφαλλονίτης αγωνιστής και δημοσιογράφος Μαρίνος Αντύπας. Ο Αντύπας, με εμπλοκή στις δράσεις του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου όσο ήταν φοιτητής στη Νομική σχολή Αθηνών, συμμετείχε ενεργά στην Κρητική Επανάσταση εναντίον των Τούρκων και είχε φυλακιστεί για την ηθική αυτουργία της απόπειρας δολοφονίας του Βασιλέως Γεωργίου, τον οποίο κατονόμαζε ως υπεύθυνο για το φιάσκο του Ελληνοτουρκικού πολέμου, με κατηγορητήριο να καταρρέει.

Το 1904 θα πείσει τον θείο του από το Βουκουρέστι, Γεώργιο Σκιαδαρέση, να επενδύσει σε μια έκταση 300 χιλιάδων στρεμμάτων στο Θεσσαλικό κάμπο και συγκεκριμένα στην περιοχή των Τεμπών, την οποία θα διαχειριζόταν ο Αντύπας, ο θείος του Γεώργιος Σκιαδαρέσης και ο συνέταιρός τους Αριστείδης Μεταξάς. Έπειτα από την αποτυχημένη κάθοδό του στις βουλευτικές εκλογές του 1906 ανέλαβε τη διεύθυνση της έκτασης του θείου του, Σκιαδαρέση. Εγκαταστάθηκε στη Ραψάνη Λάρισας και διαπίστωσε ιδίοις όμμασι τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσαν και εργάζονταν οι κολίγοι. Αμέσως άρχισε να κηρύττει τις σοσιαλιστικές ιδέες του σε κάθε γωνιά του κάμπου, ξεσηκώνοντας τους αγρότες να διεκδικήσουν τη γη τους μέσω της απαλλοτρίωσης. Γρήγορα οι άλλοι τσιφλικάδες τον βάζουν στο μάτι και το 1907 στον Πυργετό της Λάρισας ο Αντύπας θα πέσει νεκρός από τον επιστάτη του συνεταίρου του θείου του Μεταξά, Ιωάννη Κυριάκου.

Ο Αντύπας όμως είχε ρίξει το σπόρο του αγώνα στον Θεσσαλικό κάμπο και τρία χρόνια μετά τον θάνατο του θα λάμβανα χώρα τα γεγονότα που αλλάξανε τα πάντα. Στη Λάρισα, τη Καρδίτσα και τα Τρίκαλα ιδρύονται οι πρώτοι αγροτικοί συνεταιρισμοί, ενώ στον Βόλο ξεκινάνε οι απεργίες των καπνεργατών. Το αποκορύφωμα όμως του αγώνα των αγροτών συνέβη στις 6 Μαρτίου του 1910.

Στη Βουλή έρχεται νέο αγροτικό νομοσχέδιο. Οι αγρότες που μάχονταν πλέον για την απαλλοτρίωση οργανώνουν συλλαλητήριο στη Λάρισα την ίδια μέρα. Στο χωριό Κιλελέρ προσπαθούν να επιβιβαστούν αγρότες στο τρένο χωρίς εισιτήριο με σκοπό να μεταβούν στη Λάρισα για το συλλαλητήριο, πράγμα το οποίο αρνείται ο διευθυντής των Θεσσαλικών σιδηροδρόμων. Εξοργισμένοι αγρότες επιτίθενται με πέτρες κατά του συρμού που επέβαιναν δυνάμεις του στρατού που πήγαιναν στη Λάρισα για τον ίδιο σκοπό. Ο συρμός καταφέρνει να ξεκινήσει, αλλά μόλις ένα χιλιόμετρο πιο πέρα ακινητοποιείται εκ νέου από 800 αγρότες με κόκκινες και μαύρες σημαίες. Ο διευθυντής των σιδηροδρόμων ζητάει από τον διοικητή του στρατού να επιβάλλει την τάξη και διατάζει του άνδρες του να πυροβολήσουν στον αέρα. Οι αγρότες εξοργίζονται ακόμα περισσότερο και επιτίθενται στο συρμό με πέτρες ξύλα και τσουγκράνες.

Ο στρατός ανοίγει πυρ κατά των αγροτών. Δύο αγρότες πέφτουν νεκροί και ένας τραυματίζεται σοβαρά από τα πυρά των στρατιωτών στο Κιλελέρ. Λίγο πιο πέρα στο χωριό Τσουλάρ (Μελία Λάρισας) ο συρμός δέχεται ξανά επίθεση από κολίγους με έναν ακόμα νεκρό και περίπου 16 τραυματίες. Στη Λάρισα, γίνεται γνωστό στη συγκέντρωση ότι στο Κιλελέρ έγιναν αιματηρά επεισόδια και οι δυνάμεις της χωροφυλακής διατάζουν την διάλυση της συγκέντρωσης. Οι αγρότες αρνούνται και διαβάζουν το ψήφισμα ζητώντας την άμεση εισήγηση και ψήφιση του νομοσχεδίου για τις απαλλοτριώσεις και την απελευθέρωση τους από τον ζυγό των Τσιφλικάδων:

«Απας ο γεωργικός λαός Λαρίσης συνελθών πανοικεί σήμερον Λάρισαν ίνα εκφράση βαθύν πόνον και πικρόν παράπονον διά την υποβολήν και επιψήφισιν του νόμου περί απαλλοτριώσεως των τσιφλικίων και προικοδοτήσεως γενναιοτέρας του Γεωργικού Ταμείου.

Απαιτεί:

α) Την άμεσον επιψήφισιν του νομοσχεδίου περί απαλλοτριώσεως των τσιφλικίων και διανομήν των Ζαππείων κτημάτων.

β) Την γενναιοτέραν προικοδότησιν του Γεωργικού Ταμείου διά της διαθέσεως του όλου φόρου των αροτριώντων κτηνών και παντός ό,τι νομίζει η κυβέρνησις καλύτερον.

γ) Εκφράζει την βαθείαν λύπην και οδύνην του διά την εκ μέρους των αρχών της πολιτείας άδικον επίθεσιν κατά του φιλησύχου και νομοταγούς λαού, ου θύματα υπήρξαν άοπλοι και λευκοί σκλάβοι της Θεσσαλίας».

Μετά τα επεισόδια του Κιλελέρ, του Τσουλάρ και της Λάρισας, 60 αγρότες οδηγήθηκαν στα κακουργιοδικεία της Λάρισας και της Χαλκίδας όπου όλοι κηρύχθηκαν αθώοι. Οι κολίγοι κέρδισαν τη συμπάθεια των τσιφλικάδων ενώ η κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου υπέκυψε στις πιέσεις και πέρασε τις πρώτες διατάξεις υπέρ των κολίγων ανοίγοντας τον δρόμο για τις απαλλοτριώσεις μέσω της αγροτικής μεταρρύθμισης Πλαστήρα την περίοδο 1917-1922