/της Ιωάννας Κούρου

Με την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών το 1974 αναδύεται μία νέα εποχή για την ελληνική κοινωνία. Η πόλωση, το μίσος, ο φόβος που ήρθαν στην επιφάνεια κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο και κανονικοποιήθηκαν την περίοδο της μαύρης επταετίας φαινομενικά αρχίζουν να ξεπερνιούνται, ενώ η ανάγκη εκδημοκρατισμού και ριζοσπαστικοποίηση μέρους της κοινωνίας για τον αντιδικτατορικό αγώνα έφεραν ως αποτέλεσμα την δημιουργία κοινωνικών και πολιτικών κινημάτων, τα οποία συνόδευσαν την περίοδο της Μεταπολίτευσης.

Το Φοιτητικό Κίνημα απέκτησε ισχυρή παρουσία κατά τον αντιδικτατορικό αγώνα και συνειδησιακά αποτελεί για την ελληνική κοινωνία έναν νέο συλλογικό ήρωα. Παρόλο που η παρουσία των φοιτητών ήταν έντονη και στα μεταπολεμικά χρόνια, από την κατάρρευση της δικτατορίας και έπειτα αποκτά έναν διαφορετικό ρόλο: αποκτά δεσπόζουσα συμβολική θέση ως αποτέλεσμα της συμμετοχής του στον αγώνα κατά της χούντας, δρα και διεκδικεί και για άλλες κοινωνικές ομάδες και κινήματα, ενώ, τέλος, ενεπλάκη στην γενικότερη πολιτική διαδικασία με τους φοιτητικούς συλλόγους να εκφράζουν πολιτικά σχέδια επηρεασμένα και από πολιτικά κόμματα. Η δράση του φοιτητικού κινήματος καθορίστηκε σε σημαντικό βαθμό και με την αύξηση του φοιτητικού πληθυσμού εξαιτίας πολλών παραγόντων, όπως της επέκτασης της ανώτατης εκπαίδευσης, αλλά και της γενικότερης αντίληψης περί συσχέτισης σπουδών και κοινωνικής κινητικότητας που ωθούσε τους νέους στην εισαγωγή τους στα ΑΕΙ. Κύρια αιτήματα του κινήματος αποτελούσαν η αποχουντοποίηση των πανεπιστημίων, δηλαδή η απομάκρυνση του διδακτικού προσωπικού που είχε συμπορευτεί με το διδακτορικό καθεστώς και η αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης.

Το Φεμινιστικό Κίνημα αναδύεται μέσα στο κλίμα αυτονομίας που δημιουργείται αναφορικά με τα κινήματα μετά την μεταπολίτευση και αφορούν κοινωνικές διεκδικήσεις που εκφράζονται άμεσα μέσα από τον τίτλο τους.  Κατά την επταετία της δικτατορίας η λειτουργία των γυναικείων οργανώσεων είχε απαγορευτεί και πολλές γυναίκες βίωσαν την εξορία και τη φυλάκιση. Το φεμινιστικό κίνημα εκείνης της περιόδου αμφισβητεί τους παραδοσιακούς ρόλους που αποδίδονται στην γυναίκα και φέρει ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά στενά συνδεδεμένα με το κλίμα που επικρατεί και σε άλλα κράτη του δυτικού κόσμου. Η αυτοδιάθεση του σώματος, η ελευθερία του σεξουαλικού προσανατολισμού, η νομιμοποίηση των εκτρώσεων, η απόρριψη παραδοσιακών ρόλων και η εκκίνηση της συζήτησης σχετικά με τους πατριαρχία και την κοινωνική κατασκευή του φύλου είναι μερικά από τα αιτήματα του κινήματος, το οποίο επηρέασε τον ακαδημαϊκό χώρο γύρω από τις σπουδές φύλου και σεξουαλικότητας.

Η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα αρχίζει να περνάει από την αορατότητα στην ορατότητα μετά την μεταπολίτευση με πρώτη κίνηση από το Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλοφίλων Ελλάδος (ΑΚΟΕ). Τόσο με την δράση τους, όσο και με την έκδοση βιβλίων και περιοδικών (Εξάντας, ΑΜΦΙ, Κράξιμο) έκαναν λόγο σχετικά με την γενεαλογία της καταπίεσης της ομοφυλόφιλης επιθυμίας στο πλαίσιο της πατριαρχιακής ετεροκανονικής κοινωνίας, αλλά και την περίοδο της δικτατορίας. Πρώτος στόχος του κινήματος ήταν το σχεδιαζόμενο νομοσχέδιο της κυβέρνησης Καραμανλή «περί αφροδισίων νοσημάτων» που ποινικοποιούσε τη δημόσια έκφραση της ομοφυλόφιλης επιθυμίας, ενώ, την ίδια στιγμή, κύριες επιδιώξεις ήταν η αντιπαράθεση με τον ηγεμονικό λόγο που αναπαριστά την ομοφυλοφιλία ως παρέκκλιση. Ειδικότερα, μετά την δεκαετία του ’80 εξαιτίας του HIV/AIDS άνοιξε ο διάλογος και σε ακαδημαϊκό επίπεδο αναφορικά με την σεξουαλικότητα, με πίεση του ακτιβιστικού κινήματος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, ενώ ο θάνατος στην Ελλάδα του σχεδιαστή Μπίλι Μπο ευαισθητοποίησε σε κάποιον βαθμό ένα μέρος της κοινωνίας λόγω της αναγνωρισιμότητας του και του νεαρού της ηλικίας του.

Το Οικολογικό Κίνημα, τέλος, βρίσκει τις ρίζες του στη δεκαετία του ’60 στον δυτικό κόσμο, στο πλαίσιο του γενικότερου ριζοσπαστικού μετασχηματισμού των κοινωνιών, αλλά στην Ελλάδα εμφανίζεται την περίοδο της μεταπολίτευσης με πρώτη κινητοποίηση της διαμαρτυρία ενάντια στην κατασκευή αεροδρομίου στα Μέγαρα το 1973. Μετά τα γεγονότα στο Τσέρνομπιλ το 1986 ευαισθητοποιήθηκε περισσότερο τόσο η διεθνής όσο και η ελληνική κοινή γνώμη και ο συντονισμός των περιβαλλοντικών κινημάτων έγινε εντονότερος οδηγώντας στη δημιουργία της Ομοσπονδίας Οικολογικών και Εναλλακτικών Οργανώσεων-Οικολόγοι Εναλλακτικοί, η οποία συμμετείχε στις βουλευτικές εκλογές του Νοέμβρη του 1989, συγκεντρώνοντας 0.58% και εκλέγοντας μια γυναίκα βουλευτή.

Πηγή: Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας