/του Γιάννη Σώζου

Γεννήθηκε στην κωμόπολη Άλες της Σαρδηνίας, τον Ιανουάριο του 1891. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, με υποτροφία, δίχως να κατορθώσει να τελειώσει τις σπουδές του λόγω της έντονης πολιτικής δράσης που ανέπτυξε αλλά και των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε. Έχει, όμως, έρθει ήδη σε επαφή με το έργο σπουδαίων κλασικών και σύγχρονων φιλοσόφων. Τη χρονική αυτή περίοδο, συντελείται στην Ιταλία μια τεράστια αλλαγή στον χαρακτήρα και το μέγεθος των βιομηχανικών μονάδων. Η εποχή της ιταλικής μαζικής εκβιομηχάνισης χρειαζόταν ένα εργατικό δυναμικό που να μπορεί να καλύπτει τις ανάγκες της παραγωγικής διαδικασίας. Τα συνδικάτα ξεκίνησαν τη δράση τους και η κοινωνική ένταση οξύνθηκε. Πρόκειται, δηλαδή, για μια ιστορική περίοδο όπου οι σοσιαλιστικές ιδέες και οι αντίστοιχες οργανώσεις κάνουν την εμφάνισή τους, καθώς οι συνθήκες εργασίας των φτωχών εργατών και το βιοτικό τους επίπεδο βρίσκονται σε χαμηλό επίπεδο.


Πολιτική Δράση

Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν άργησε και η στιγμή που ο νεαρός, τότε, Γκράμσι ήρθε σε επαφή με το σοσιαλισμό. Συγκεκριμένα το 1913 όταν και έγινε μέλος του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (Partito Socialista Italiano). Σε σύντομο χρονικό διάστημα κέρδισε την εμπιστοσύνη των συντρόφων του και βρέθηκε σε θέσεις ευθύνης και καθοδήγησης. Εργάστηκε στη σύνταξη της σοσιαλιστικής εφημερίδας του Τορίνο «Η κραυγή του Λαού» (Il Grido del Popolo) και έπειτα στη σύνταξη του κεντρικού οργάνου του Σοσιαλιστικού κόμματος «Εμπρός» (Avanti). Κατά την κρίση που βίωσαν τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας της περίοδο του Α’ ΠΠ, ο Γκράμσι στάθηκε υπέρ της άποψης του Λένιν. Κατέκρινε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που υποστήριξαν τη θέση των εθνικών τους κυβερνήσεων για συμμετοχή στον πόλεμο, υπενθυμίζοντας πως δεν μπορεί κανείς να συμμαχεί με τον ιμπεριαλισμό.

Το 1917, ξεκίνησε την έκδοση εβδομαδιαίας εφημερίδας με τίτλο «Νέας Τάξης» (L’ Ordine Nuovo), που αργότερα θα αποτελέσει σημαντικό εργαλείο για το ΚΚΙ, ενώ ο Λένιν θα θεωρήσει την συντακτική του ομάδα ως την πλησιέστερη τάση στον μπολσεβικισμό στις εσωκομματικές συγκρούσεις του ΚΚΙ απέναντι στην αντικοινοβουλευτική πολιτική γραμμή του Αμαντέο Μπορντίγκα.


Η επιτυχία της Οκτωβριανής Επανάστασης και η λήξη του Α’ ΠΠ που παρέδωσε κατακερματισμένες κοινωνίες, δημιούργησαν το έδαφος για να ξεσπάσουν πολλά κοινωνικά κινήματα, όπως οι απεργιακές κινητοποιήσεις του 1919-1920, από εργάτες που είχαν έντονα στοιχεία αυτο-οργάνωσης και διαβούλευσης στη βάση. Ο Γκράμσι ήταν από τους σημαντικότερους «καθοδηγητές» των απεργιακών κινητοποιήσεων και διατύπωσε το πολιτικό πρόγραμμα «Για την ανανέωση του Σοσιαλιστικού Κόμματος». Δυστυχώς, όμως, οι κινητοποιήσεις απέτυχαν και η «εμμονή» του Γκράμσι στη στήριξη των εργοστασιακών συμβουλίων τον οδήγησε στο παρασκήνιο, έως το 1921 όταν και ίδρυσε μαζί με άλλους το Κομουνιστικό Κόμμα Ιταλίας το οποίο και εντάχθηκε αμέσως στην Κομουνιστική Διεθνή.


Με την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία και ενώ ήδη το ΚΚΙ αριθμούσε περί τα 43.000 μέλη, τίθενται εκτός νόμου κομμουνιστικές και δημοκρατικές οργανώσεις, ενώ κύμα συλλήψεων και διώξεων εξαπολύθηκε σε μέλη και στελέχη. Την περίοδο εκείνη ο Γκράμσι βρισκόταν στη Ρωσία και το 1924 αποτελούσε το Γραμματέα του κόμματος και καταπιάστηκε με την έκδοση μιας νέας εφημερίδας της «Ενότητας» (L’ Unita). Ο Ιταλός επαναστάτης διατύπωσε την άποψη για τη δημιουργία ενός ευρύ δημοκρατικού μετώπου ενάντια στον φασισμό το οποίο αποτέλεσε κεντρική γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς λίγα χρόνια αργότερα. Το Νοέμβριο του 1926 συνελήφθη από το φασιστικό καθεστώς και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στη φυλακή, όπου και ασχολήθηκε με την συγγραφή ενός πολιτικού έργου, το οποίο όμως δεν κατάφερε να ολοκληρώσει. Χρησιμοποίησε παραφράσεις ώστε να αποφύγει τη λογοκρισία (μαρξισμός = φιλοσοφία της πράξης, Κεφάλαιο = Κριτική της πολιτικής οικονομίας), ενώ πολλά σημεία είναι ανοικτά σε ερμηνεία και ατελή. Τα «Τετράδια της Φυλακής» αποτελούν ουσιαστικά το τελευταίο έργο του Ιταλού Κομουνιστή ο οποίος και απεβίωσε το 1937, ύστερα από βαρύτατη επιδείνωση του ήδη αδύναμου οργανισμού του. Χαρακτηριστικά, αρνούνταν την όποια βοήθεια και δεν ήθελε να δείχνει ότι αδυνατεί, καθώς δεν πίστευε στην «καλή πίστη» των εχθρών του, του καθεστώτος.


Ιστορική Σημασία

Ο Γκράμσι υπήρξε ένας πολιτικός και στοχαστής που κινήθηκε έξω από τις μηχανιστικές προσεγγίσεις του Μαρξισμού υπό τη στενή του όρου έννοια. Μιλούσε για αστοχίες και λάθη του σοσιαλιστικού και κομουνιστικού κινήματος και σε πολλά σημεία πρόκρινε δρόμους που απαιτούσαν τόλμη. Πολλά πράγματα για τον Γκράμσι δεν ήταν στέρεα και αναλλοίωτα. Κάτι που συνέβη στο παρελθόν δεν σήμαινε πως θα έπρεπε να φέρει την ίδια μορφή στο διηνεκές, καθώς τα επιμέρους στοιχεία του εξέφραζαν καταστάσεις και λειτουργίες μιας συγκεκριμένης ιστορικής χρονικά περιόδου. Ο άνθρωπος λειτουργεί υπό συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες ανά περιόδους και η δράση του εξαρτάται από τις συνθήκες αυτές ανάλογα με την περίοδο. Η σκέψη του Αντόνιο Γκράμσι ήρθε ουσιαστικά σε ρήξη με την ορθόδοξη μαρξιστική προσέγγιση της νομοτελειακής προοπτικής της ιστορίας.


Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις έννοιες της ιδεολογίας, των διανοούμενων και της ηγεμονίας. Αναλύοντας την μαρξιστική θεωρία «Βάση – εποικοδόμημα», αντιλήφθηκε τα δύο αυτά πεδία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής όχι σε απαραίτητη σύνδεση από κάτω (βάση) προς τα πάνω (εποικοδόμημα) αλλά σε μια παράλληλη αυτονομία και αλληλεπίδραση. Η βάση προσδιορίζει τις εκφάνσεις του εποικοδομήματος, αλλά και το εποικοδόμημα επιστρέφει και αντεπιδρά πάνω στη βάση. Οι όποιες αλλαγές στο πεδίο της βάσης, δηλαδή της οικονομίας, δεν αντανακλούν κατ’ ανάγκη άμεσες αλλαγές και στο εποικοδόμημα, αλλά μπορεί να προκύπτει ακόμη και με μια χρονική διαφοροποίηση και μάλιστα χρονικά διαφοροποιημένη και στα διάφορα επίπεδα που συντελούν το εποικοδόμημα. Ο Γκράμσι διαχώρισε την «Κοινωνία των Πολιτών» (κόμματα, σωματεία, σύλλογοι, οργανισμοί κλπ) και την «Πολιτική Κοινωνία» (κράτος), ως δύο ξεχωριστές οντότητες οι οποίες όμως συνδέονται και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Η «κοινωνία των πολιτών» βρίσκεται υπό την «πολιτική κοινωνία», ενώ παράλληλα επιδρά σε αυτήν. Η ηγεμονία μιας τάξης και η οικειοθελής συναίνεση προς το κράτος επιτυγχάνεται με θεσμούς της «κοινωνίας των πολιτών», ενώ η κυριαρχία με μηχανισμούς της «πολιτικής κοινωνίας».


Στα χνάρια του Μακιαβέλλι αναζήτησε την έννοια του σύγχρονου ηγεμόνα, τον οποίο όμως δεν βρήκε στο πρόσωπο «ενός ανδρός» αλλά στη συλλογική βούληση, την οποία όφειλε να συμπυκνώνει το επαναστατικό κόμμα, που θα χαράζει το δρόμο για διεκδικήσεις και θα κινητοποιεί τις μάζες. Παράλληλα, θεωρούσε ιδιαίτερα σημαντικό έργο την κατάκτηση επιτελικών θέσεων στους θεσμούς της «κοινωνίας των πολιτών» ώστε να μπορέσει να φθαρεί η κυρίαρχη τάξη και το κράτος, ένα κέρδος που θα φαινόταν την ώρα των κοινωνικών διεκδικήσεων και κινητοποιήσεων.


Σήμερα, υπάρχουν διχογνωμίες σχετικά με την σχολή σκέψης στην οποία ανήκε ο Γκράμσι. Το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για έναν στοχαστή του οποίου οι αναζητήσεις και διαπιστώσεις έχουν διαχρονικό περιεχόμενο και αποτελούν πεδία ερευνητικής δραστηριότητας, πολιτικής ανάλυσης και στρατηγικής ακόμη και σήμερα. Ο Γκράμσι κατάφερε να θεμελιώσει τον μαρξισμό σε μια νέα βάση, θέτοντας στο προσκήνιο νέα εργαλεία, αλλά και φωτίζοντας αθέατες πτυχές της πάλης των τάξεων που προσέφεραν νέα εφόδια για την κατανόηση της πολιτικής λειτουργίας και του κοινωνικού ζητήματος ευρύτερα.