/της Ελένης Γεωργίου

Η δικτατορία των συνταγματαρχών η οποία επιβλήθηκε την 21η Απριλίου του 1967 ανέκοψε μια ελπιδοφόρα πορεία της κοινωνίας μας προς την πρόοδο και οδήγησε στην απώλεια των όποιων, την εποχή εκείνη κεκτημένων κοινωνικών, πολιτικών και δικαιωματικών. Τα γεγονότα που σημάδεψαν την επταετία αυτή, είναι λίγο ως πολύ γνωστά. Το ενδιαφέρον όμως, συγκεντρώνεται στο πως περιέγραψαν τη δικτατορία η διεθνής κοινή γνώμη και ο τύπος του εξωτερικού της εποχής.

Διαβάζουμε στο βιβλίο του Γιάννη Κάτρη «Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα»: «Στις 10 Μαρτίου πήγε στην Αθήνα η υποεπιτροπή των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Εγκατέστησε την έδρα της στο «Ευγενίδειο Ίδρυμα» και άρχισε να ερευνά το θέμα των βασανιστηρίων. Όπως έγραψε ο λογοκριμένος τύπος «η κυβέρνησις παρέσχε αμέριστον βοήθειαν εις το έργον της υποεπιτροπής». Πραγματικά, παρουσίασε πολλούς μάρτυρες προς εξέταση. Μερικοί, ήσαν οι ίδιοι βασανιστές. Άλλοι ήσαν πανικοβλημένα θύματα των βασανιστών, ψυχολογικά πρόθυμοι να αναλυθούν σε ύμνους για τη στοργική συμπεριφορά των «ανακριτικών υπαλλήλων». Ένα κλιμάκιο επισκέφθηκε το κτίριο της οδού Μπουμπουλίνας. Όλα ήσαν ευπρεπισμένα. Ανέβηκε και στην ταράτσα. Άστραφτε από πολιτισμένη καθαριότητα. Ο «πάγκος» του πλυσταριού είχε εξαφανιστεί. Τα «εργαλεία», οι σιδηροσωλήνες, το βαρέλι είχαν κάνει φτερά. Το πιτσιλισμένο από αίμα τσιμεντένιο δάπεδο ήταν φρεσκοσφουγγαρισμένο. Κανένα ίχνος από τις νύχτες της κολάσεως. Η ελληνική υπόθεση παραπέμφθηκε στην επιτροπή των υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η επιτροπή συνήλθε στις αρχές Μαΐου 1969 και κατευθυνόμενη από τη βρετανική κυβέρνηση, που είχε ζητήσει «συμβουλές» από την Ουάσιγκτον και είχε πάρει τη σιβυλλική απάντηση «περίμενε και βλέπουμε…», αποφάσισε να παραχωρήσει στη Χούντα μια νέα πίστωση χρόνου, ώστε στο μεταξύ η δικτατορία να μεταμφιεστεί σε…δημοκρατία!

Στην ουσία, όπως έγραψε η αντιστασιακή εφημερίδα της Ρώμης «Ελεύθερη Πατρίδα»,«το συμβούλιο της Ευρώπης έδωσε στη Χούντα και άλλη προθεσμία να βασανίζει τον ελληνικό λαό».

Ο αρθρογράφος των «Τάιμς» της Νέας Υόρκης Σ. Λ. Σουλτσμπέργκερ, αν και δεν αμφισβήτησε τη χρησιμοποίηση βασανιστηρίων, προσπάθησε ν’ απαλλάξει την κυβερνητική Χούντα από την ευθύνη αυτών. Έγραψε στις 5 Οκτωβρίου 1969: «Η συστηματική χρήση βασανιστηρίων δεν είναι, βέβαια, πολιτική της (ελληνικής) κυβερνήσεως».

Την άποψη του Σουλτσμπέργκερ ξετίναξε ο γνωστός Αμερικανός δικηγόρος Τζαίημς Μπέκετ, ηγετικό στέλεχος της οργανώσεως «Διεθνής Αμνηστία», ο οποίος έχει κάνει συστηματικές έρευνες στην Ελλάδα ειδικά για το θέμα των βασανιστηρίων, έχει συντάξει σχετική έκθεση και έχει γράψει βιβλίο. Απαντώντας στον Σουλτσμπέργκερ έγραψε στους Τάιμς της Νέας Υόρκης (12 Οκτωβρίου1969): «Σε ποια απόδειξη βασίζει (ο Σουλτσμπέργκερ) τη διαβεβαίωση που παρέχει; Ο αριθμός των αποδεδειγμένα βασανισθέντων, μεγαλύτερος από τρεις εκατοντάδες, και η χρησιμοποίηση της ίδιας τεχνικής σε όλη την Ελλάδα υποδηλώνουν την ύπαρξη κεντρικής κατευθύνσεως μάλλον παρά προσωπικής υπερβολής. Η κυβέρνηση δεν έκανε καμιά ανακριτική έρευνα επί των κατηγοριών για βασανισμούς. Αντίθετα, οι γνωστοί βασανιστές έχουν προαχθεί. Το πιο ξακουστό στρατιωτικό στρατόπεδο βασανιστηρίων, ο Διόνυσος, έχει ως ουσιαστικό διοικητή τον αδελφό του πρωθυπουργού. Ο στρατηγός Αγγελής έχει εκδώσει εγγράφους διαταγάς (προς τους διοικητάς  των στρατοπέδων) όπως τα βασανιστήρια μη αφήνουν (αποδεικτικά) ίχνη στους βασανιζόμενους.

Ο υπουργός των Εσωτερικών Παττακός έχει επισκεφθεί φυλακισμένους, οι οποίοι αρνήθηκαν να υποκύψουν, και αντήλλαξε απόψεις με τους υφιστάμενους του επί της εφαρμογής μεθόδων βασανισμού (περισσότερο αποτελεσματικών). Η επιβίωση του καθεστώτος εξαρτάται από τη συστηματική χρήση βασανιστηρίων για την απόσπαση πληροφοριών από τα μέλη της αντιστάσεως και την αναχαίτιση εκείνων που θα ήθελαν να προσχωρήσουν στην αντίσταση».

Για την πραγματικά αδιάβλητη αξιοπιστία και αντικειμενικότητα της «Διεθνούς Αμνηστίας» καλύτερα από κάθε τι άλλο μαρτυρεί το γεγονός ότι η μεν ελληνική Χούντα έχει χαρακτηρίσει την οργάνωση αυτή «κομμουνιστική» και «όργανο της Σοβιετικής Ενώσεως», η δε σοβιετική κυβέρνηση ως «ελεγχομένην από την CIA!»

Ο καιρός περνάει. Η δικτατορία γιόρτασε για μια ακόμη φορά τα γενέθλιά της. Οι προσωπικότητες του διεθνούς φασισμού δεν παρέλειψαν να συγχαρούν τη Χούντα. Σ’ ένα τηλεγράφημα του πρωθυπουργού του Νοτίου Βιετνάμ Θιέου προς τον Παπαδόπουλο διακηρύσσεται ότι τα δυο καθεστώτα, της Σαϊγκόν και των Αθηνών, αποτελούν τα μεγάλα προπύργια της δημοκρατίας. «Η πείρα του αντικομμουνιστικού αγώνος σας, τονίζει ο Θιέου, μελετάται με προσοχή από τους ανώτερους αξιωματικούς της Σαϊγκόν και διδάσκεται στις στρατιωτικές σχολές».

Ένας φίλος από την Αθήνα μου έγραψε: «Δικαιολογημένα η Χούντα πανηγυρίζει την επέτειό της. Δικαιολογημένα ο Παπαδόπουλος και ο Θιέου  αλληλοεκστασιάζονται.. Δεν θα έπρεπε όμως και οι ελεύθερες δημοκρατίες της δύσεως να γιορτάζουν την ίδια μέρα, στις 21 Απριλίου, την επέτειο της μεγάλης ντροπής;».

Στον αντίποδα των παραπάνω στάσεων, όμως, υπάρχει το παράδειγμα της Ιταλίας. Η Ιταλία διατηρεί διπλωματικές σχέσεις με τη Χούντα. Αλλά, τουλάχιστον, δεν έχουμε υπ’ όψη μας ως τώρα καμιά εκδήλωση συμπάθειας καμιάς ιταλικής κυβερνήσεως προς το ελληνικό νεοφασιστικό καθεστώς. Αντίθετα, το Δεκέμβριο 1968 η ιταλική γερουσία τροποποίησε, σχεδόν παμψηφεί, ένα νομοσχέδιο για τις τελωνειακές διευκολύνσεις των χωρών της Κοινής Αγοράς, κατά τρόπο που να αποκλείει τη χουντική Ελλάδα. Στο λόγο που εξεφώνησε τότε ο πρώην Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας Χριστιανοδημοκράτης γερουσιαστής Γκρόνκι είπε ότι έφτασε η στιγμή «να περάσουμε από τα λόγια στις πράξεις». Αν οι πολιτικοί άνδρες της Ευρώπης είχαν το σθένος του Γκρόνκι η δικτατορία στην Ελλάδα θα είχε καταρρεύσει, διατείνεται ο Κάτρης.

Τελικά η κατάρρευση της δικτατορίας ήρθε. Και ξεκίνησε από τους φοιτητές και το κίνημά τους. Οι αγωνιστές του Πολυτεχνείου σήκωσαν στους ώμους τους τη μεγαλύτερη νίκη της σύγχρονης Ελλάδας. Με τη θυσία τους συνέβαλλαν στην επαναφορά της δημοκρατίας.