/της Γεωργίας Δούκα

Το προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα μας έχει απασχολήσει ως κοινωνία ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών είναι κάτι που συμβαίνει εδώ και πολλά χρόνια και επηρεάζει όλον τον κόσμο. Το φαινόμενο αυτό το βιώσαμε εντονότερα μέσα στα χρόνια της κρίσης, σε μία περίοδο που εντάθηκαν τόσο οι μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές από χώρες με πολιτικές και στρατιωτικές συγκρούσεις όσο και η κρίση που μάστιζε τις χώρες υποδοχής.

Στο επίκεντρο αυτής της συνθήκης βρέθηκε και η χώρα μας, η οποία, ιδίως από το 2015 και μετά, κλήθηκε να τη διαχειριστεί. Η κατάργηση του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, τον Ιούλιο του 2019, η ανάθεση του χαρτοφυλακίου αυτού εκ περιτροπής σε διαφορετικά Υπουργεία και η επανίδρυσή του, γεγονός που διήρκησε περίπου ένα εξάμηνο, δημιούργησε περισσότερα προβλήματα, οδηγώντας σε αύξηση των ανθρώπων που μένουν στα camps.

Τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, κατά τα διάρκεια του lockdown, εφαρμόστηκε Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου που όριζε την αναστολή κατάθεσης αιτημάτων ασύλου για ένα μήνα και την άμεση επαναπροώθηση στις χώρες προέλευσης ή στην Τουρκία αυτών που περνούσαν τα σύνορα, χωρίς να καταγράφεται το αίτημά τους. Στα τέλη Απριλίου, 6.000 αλλοδαποί, εκ των οποίων πολλοί ήταν παιδιά ή ανήκαν σε ευάλωτες ομάδες, βρίσκονταν σε καθεστώς διοικητικής κράτησης σε Προαναχωρησιακά Κέντρα, αστυνομικά κρατητήρια και άλλους ακατάλληλους χώρους, χωρίς είδη ατομικής υγιεινής και προστασίας.

Το νομοσχέδιο για το άσυλο που πέρασε στις αρχές Μαΐου θέτει υπό αμφισβήτηση τα δικαιώματα όσων χρήζουν διεθνούς προστασίας, καταργεί στην ουσία την δυνατότητα προτεραιότητας των αιτημάτων ασύλου  για ευάλωτες ομάδες (πχ ασυνόδευτα παιδιά, θύματα βασανιστηρίων, βίας κλπ) και συνεπώς την ευνοϊκότερη μεταχείρισή τους όπως προβλέπεται από τη νομοθεσία, συρρικνώνει τις προθεσμίες προσφυγής των αιτήσεων που απορρίφθηκαν και το καθεστώς κράτησης από εξαίρεση γίνεται κανόνας. Στα τέλη του ίδιου μήνα, οι ελληνικές αρχές προχώρησαν σε παράνομες απελάσεις και επαναπροωθήσεις στα σύνορα με την Τουρκία, χωρίς αυτό να αναφερθεί από τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, ενώ όποιος κατήγγειλε δημόσια αυτά τα περιστατικά, παρουσιαζόταν στην κοινή γνώμη ως υπερασπιστής του Ερντογάν.

Την 1η Ιουνίου άρχισε να υλοποιείται η πολιτική της έξωσης των αναγνωρισμένων προσφύγων, κατά την οποία τουλάχιστον 7.500 άνθρωποι κινδυνεύουν να έρθουν αντιμέτωποι με την αστεγία και την ακραία φτώχεια. Αυτό συμβαίνει καθώς, λόγω του ότι η υπηρεσίες ήταν κλειστές για την αποφυγή διασποράς του covid-19, δεν έχει εκδοθεί ΑΦΜ στους αναγνωρισμένους πρόσφυγες κι έτσι αυτοί αδυνατούν να νοικιάσουν σπίτι και να εργαστούν νόμιμα. Η μετατροπή της περιόδου υποβοηθούμενης στέγασης μετατράπηκε από έξι μήνες (που ήταν μέχρι τον Δεκέμβριο του 2019) σε ένα μήνα (από τον Ιανουάριο του 2020), συνθήκη που δημιουργεί επιπρόσθετα προβλήματα στους πρόσφυγες στην προσπάθειά τους για αυτονομία.  Αυτά δείχνουν ξεκάθαρα την έλλειψη σχεδιασμού ενταξιακών πολιτικών από την πλευρά του Υπουργείου.

Αυτό που φαίνεται ως πιθανή προσωρινή λύση είναι το πρόγραμμα HELIOS (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης, ελληνικές αρχές)  που περιλαμβάνει τη στέγαση προσφύγων, την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και τη διασύνδεση με την αγορά εργασίας και την κοινωνική πρόνοια. Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ  ζητά σταδιακή προσαρμογή και μεγαλύτερο περιθώριο παράτασης της βοήθειας ευάλωτων ατόμων. Παράλληλα, η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου καλεί την πολιτεία να μην παραβιάσει την αρχή της μη διάκρισης και της ίσης μεταχείρισης σε ότι αφορά τα μέτρα για την αντιμετώπισης της κρίσης της πανδημίας και να συμπεριλάβει σε αυτά τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που μένουν στη χώρα.

Ο συντηρητισμός, η ιδεοληψία, η συστηματική παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η νομιμοποίηση του ρατσιστικού, εθνικιστικού και μισαλλόδοξου λόγου από την ελληνική κυβέρνηση φανερώνει τη σπουδαιότητα της επαγρύπνησης. Ο κίνδυνος διάλυσης της κοινωνικής συνοχής από αντί-προσφυγικές/αντί-μεταναστευτικές πολιτικές σε συνδυασμό με τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού είναι πιθανό να ανοίξουν το δρόμο για την επάνοδο και κυριαρχία της ακροδεξιάς ρητορείας και πρακτικής. Δεν πρέπει να το επιτρέψουμε. Τώρα χρειάζεται να δείξουμε για άλλη μια φορά ότι είμαστε άνθρωποι, ότι είμαστε με την αλληλεγγύη. Η κοινωνία μας χρειάζεται το φως, την ελπίδα, την πρόοδο και τη δημοκρατία. Κανείς δεν μπορεί να μείνει ουδέτερος μπροστά σε αυτά που διακυβεύονται.