/της Γεωργίας Δούκα

H 7η Οκτώβρη έχει οριστεί ως Παγκόσμια Ημέρα για την Αξιοπρεπή Εργασία (Ιnternational Day of Decent Work) με πρωτοβουλία της Διεθνούς Συνομοσπονδίας Εργατικών Συνδικάτων (Ιnternational Trade Union Confederation) στην οποία συμμετέχουν 175.000 εργαζόμενοι από 156 χώρες. Βασικοί στόχοι της πρωτοβουλίας αυτής είναι η διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και η διέξοδος από τη φτώχεια[1].

Τα προηγούμενα χρόνια ήρθαμε αντιμέτωποι με μια μεγάλη οικονομική κρίση τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο που είχε ως αποτέλεσμα την συρρίκνωση των εισοδημάτων και την επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων καθώς και του επιπέδου διαβίωσης των εργαζομένων. Στην προηγούμενη περίοδο, οι μειώσεις μισθών, η θέσπιση του ντροπιαστικού και ρατσιστικού υποκατώτατου και η εργασιακή επισφάλεια και ανασφάλεια ήταν τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν κυρίως στις χώρες των μνημονίων, και όχι μόνο, για την εδραίωση μιας διαφορετικής λογικής στο εργασιακό τοπίο, η οποία συνοδεύεται από την κυρίαρχη ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού. Σε ό,τι αφορά τους νέους ανθρώπους, η υποαπασχόληση , η ετεροαπασχόληση και η υποδηλωμένη εργασία ήταν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Χαρακτηριστικό επίσης είναι πως στην Ελλάδα η ανεργία των νέων είχε φτάσει στο 51%.

Στη συνέχεια, ενώ φαινόταν πως βγαίνουμε από μια μεγάλη ύφεση, μας διαδέχθηκε η πανδημία του κορωνοϊού, με επιπτώσεις όχι μόνο υγειονομικές αλλά και κοινωνικοοικονομικές. Το γενικευμένο lockdown οδήγησε είτε σε αναστολή είτε σε κατ’ οίκον εργασία. Μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, μισθωτοί σε χαμηλά αμειβόμενες και επισφαλείς θέσεις, καλλιτέχνες, εποχικοί εργαζόμενοι, αυτοαπασχολούμενοι έμειναν χωρίς εισοδήματα. 650.000 μισθωτοί με συμβάσεις ορισμένου χρόνου έμειναν άνεργοι, άλλοι αποχώρησαν «οικειοθελώς» από την επιχείρηση στην οποία εργάζονταν, υπό αδιαφανείς συνθήκες.  Η ελληνική κυβέρνηση προώθησε την απελευθέρωση των απολύσεων και την μείωση των αποδοχών των εργαζομένων είτε μέσω της αναστολής εργασίας είτε μέσω της δυνατότητας μετατροπής της σε εκ περιτροπής μέσα στην καραντίνα. Έτσι ομογενοποιήθηκαν προς τα κάτω οι όροι και συνθήκες εργασίας τόσο των μισθωτών όσο και των αυτοαπασχολούμενων. Επιτυγχάνεται με αυτόν τον τρόπο η μείωση του κόστους εργασίας, αρχικά με την αποκέντρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, στη συνέχεια με την αναστολή τους και εν τέλει με την ουσιαστική κατάργησή τους. Η διεύρυνση του διευθυντικού δικαιώματος δίνει τη δυνατότητα για μονομερή αναστολή συμβάσεων εργασίας, για βλαπτική μεταβολή τους (πχ σε εκ περιτροπής εργασία) και κατά συνέπεια μείωση των αποδοχών των εργαζομένων στους πληττόμενους κλάδους και εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων (η διαπραγμάτευση δηλαδή του εργοδότη με τον εργαζόμενο χωρίς τη συμβολή οργανώσεων και κράτους). Και όλα αυτά με το επιχείρημα ότι έτσι θα αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και της οικονομίας που θα έχει ως συνέπεια την οικονομική ανάπτυξη.

Η Διεθνής Συνδικαλιστική Συνομοσπονδία (2020) αναφέρει: Περισσότεροι από 850.000 θάνατοι από την πανδημία COVID-19, περισσότερες από 25 εκατομμύρια μολύνσεις, 400 εκατομμύρια θέσεις εργασίας χάθηκαν, εκατοντάδες εκατομμύρια μέσα βιοπορισμού στην άτυπη οικονομία χάθηκαν.

Ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο απαιτείται για να εξασφαλιστεί η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας και για να οικοδομηθεί η ανθεκτικότητα που απαιτείται για την αντιμετώπιση των συγκλινόντων προκλήσεων της πανδημίας, της κλιματικής αλλαγής και της ανισότητας.[2]

Σε αυτήν την τόσο ιδιαίτερη και δύσκολη συγκυρία, είναι απαραίτητο να θυμόμαστε πως η στήριξη της κοινωνικής πλειοψηφίας θα συμβάλει στο να διατηρηθεί η κοινωνία με συνοχή και να μην αφεθεί στο να λειτουργεί με όρους ζούγκλας, σε αυτό που έχουμε ακούσει πολλές φορές φέτος ως ανοσία της αγέλης.  Η βελτίωση των όρων εργασίας θα επιτευχθεί με την διεκδίκηση όλων όσων θεωρούμε, ή εν πάσει περιπτώσει θεωρούσαμε,  κεκτημένα -εργασιακά- δικαιώματα όπως επίσης και με  τη διεύρυνση αυτών. Μερικά ουσιαστικά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η έναρξη των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η ισχύς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, η αρχή της επεκτασιμότητας (επέκταση και εφαρμογή ΣΣΕ), ρύθμιση του κατώτατου μισθού μέσω συλλογικών συμβάσεων και αύξησή του, μείωση του εργάσιμου χρόνου στις 7 ώρες ημερησίως, μείωση του ετήσιου ορίου για τις υπερωρίες, αύξηση της αποζημίωσης απόλυσης στο ύψος που ήταν στην περίοδο πριν τα μνημόνια, συρρίκνωση ελαστικής εργασίας, διεύρυνση της έννοιας του εργατικού ατυχήματος και διασφάλιση του δικαιώματος σε μονομερή προσφυγή στη διαιτησία (δηλαδή επίλυση των διαφορών στις συλλογικές διαπραγματεύσεις ενώπιον ενός τρίτου ανεξάρτητου διαιτητή).

Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι το δικαίωμα στην εργασία, συνοδευόμενο από το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια κατοχυρώνεται συνταγματικά, είναι θεμελιώδες ανθρώπινο, κοινωνικό δικαίωμα και δεν μπορεί κανείς να μας το στερεί, με κανένα πρόσχημα και για κανέναν λόγο! 

 

[1] sansimera.gr

[2] socialpolicy.gr Παγκόσμια Ημέρα για την Αξιοπρεπή Εργασία 2020: Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο για ανάκαμψη και ανθεκτικότητα

Αξιοποιήθηκε υλικό από το άρθρο : Η «επόμενη μέρα» μετά την πανδημία. Απειλές και προκλήσεις για τον κόσμο της εργασίας της Μαρίας Καραμεσίνη.