/του Βασίλη Γλέζου

«Η κουλτούρα δεν κάνει τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι κάνουν την κουλτούρα. Αν ισχύει ότι η πλήρης ανθρώπινη υπόσταση των γυναικών δεν είναι κουλτούρα μας, τότε μπορούμε και πρέπει να την κάνουμε κουλτούρα μας», γράφει η Αντίτσι Τσιμαμάντα Νγκόζι.

Στις παραπάνω γραμμές αποτυπώνεται το δομικό λάθος των κοινωνικών εποικοδομημάτων. Από τις πρώτες κοινωνίες ο άνθρωπος είχε μοιράσει τις αρμοδιότητες, δίνοντας στη γυναίκα ένα ρόλο που την ήθελε τροφό της οικογένειας. Αρκετά συχνά ακούμε το επιχείρημα που θέλει τις έμφυλες ανισότητες να προσδιορίζονται βιολογικά. Πως, δηλαδή, ο άντρας ως ον κατάφερε μέσα από τη σωματική του διάπλαση να επιβληθεί και να χριστεί ως το κυρίαρχο φύλο. Εδώ, όμως, οφείλουμε να αναφέρουμε δυο βασικά σημεία.

Αρχικά, η γυναίκα γεννά τη ζωή. Είναι ευρέως γνωστό πως η φθορά που δέχεται το γυναικείο σώμα κατά την διάρκεια της κύησης αλλά και κατά την στιγμή του τοκετού είναι τεράστια, αλλά το γεγονός ότι τη φέρνει εις πέρας, ακόμα και σήμερα, αντιμετωπίζεται ως μια θεάρεστη πράξη και τίποτα περισσότερο. Αν αναλογιστούμε το πως το γυναικείο σώμα είναι από τη φύση του είναι σχεδιασμένο να αντέχει αυτήν την επίπονη διαδικασία τότε η ανάλυση μας για το ισχυρό φύλο θα πρέπει να αλλάξει εξολοκλήρου. Δεύτερη παραδοχή είναι πως κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του, το βρέφος είναι βιολογικά εξαρτημένο από το σώμα της μητέρας του. Συνεπώς, η γυναίκα, όχι μόνο δίνει ζωή, αλλά είναι και εκείνη που τη διατηρεί έως ότου το νεογνό αρχίσει να αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του. Με βάση αυτά τα δυο λοιπόν, αν η σύγκριση ανάμεσα στα δυο φύλα τίθεται στο ποιος βιολογικά είναι ευνοημένος, νομίζω ότι το αποτέλεσμα είναι εμφανές. Πως όμως μπορούμε να ζούμε σε ένα κόσμο που το 52% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει καταπιεσμένο και εγκλωβισμένο επειδή απλά τυχαίνει να είναι γυναίκες;

Μια άλλη κοινή παραδοχή είναι πως ζούμε σε έναν κόσμο ανισοτήτων, είτε αυτές εκφράζονται ταξικά, είτε με βάση το φύλο, είτε με βάση τη εθνικότητα και όλο αυτό δικαιολογείται ως η «φυσική τάξη των πραγμάτων». Το πρόβλημα με αυτές τις ανισότητες, όμως, είναι πως δεν μπορεί και δεν πρέπει κανείς να τις θεωρεί φυσιολογικές. Αυτή η «φυσιολογική τάξη πραγμάτων» είναι που αναπαράγει τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ αστών και εργαζομένων, μεταξύ αντρών και γυναικών κι ούτω καθεξής. Επί της ουσίας, δηλαδή αναπαράγονται από αυτούς που έχουν συμφέρον στο να υπάρχουν αυτές οι ανισότητες, γι’ αυτό και προσπαθούν να τις διατηρήσουν με νύχια και με δόντια.

Επιστρέφοντας λοιπόν στον πυρήνα του προβλήματος έχουμε δημιουργήσει έναν κόσμο που λειτουργεί με δύο μέτρα και δύο σταθμά. Είναι πάμπολλα τα παραδείγματα που επιβεβαιώνουν το παραπάνω, τόσο σε επίπεδο κοινωνικής αποδοχής της γυναίκας, όσο και σε επίπεδο έμφυλης βίας. Στο εργασιακό περιβάλλον, σε αρκετές περιπτώσεις η εργαζόμενη γυναίκα αντιμετωπίζεται από τους ιεραρχικά ανωτέρους της, αλλά και τους συναδέλφους της, με προκατάληψη, δυσπιστία και επιφυλακτικότητα ως προς τις γνώσεις και τις ικανότητές της. Οι έντονες διαφοροποιήσεις των εργασιών κατά φύλο παγίωσαν έναν αυθαίρετο, συμβατικό διαχωρισμό των θέσεων εργασίας σε «ανδρικές» και «γυναικείες». Για παράδειγμα στους χώρους εστίασης, είναι γνωστό πως για μπαρ και σερβίρισμα επιλέγονται κοπέλες, και δη εμφανίσιμες, και η εργοδοσία έχει την απαίτηση να «μιλάνε με τον κόσμο» έναντι ενός μεγαλύτερου μεροκάματου. Ο τρόπος λοιπόν που η εργοδοσία, στην προκειμένη, εργαλειοποιεί την ίδια την φύση της γυναίκας (και κατά συνέπεια την εμφάνιση) στον βωμό του κέρδους επιβεβαιώνει τον παραπάνω ισχυρισμό.

Ωστόσο υπάρχει και το άλλο παράδειγμα, το οποίο θέλει τις γυναίκες σε ίδιες θέσεις ευθύνης με άντρες σε εταιρίες να υποτιμώνται, είτε αυτό έχει να κάνει με τον μισθό, είτε με την αντιμετώπιση από τους συναδέλφους. Όσο αυτές οι απόψεις κλιμακώνονται, τόσο περισσότερο αυξάνονται και τα παραδείγματα της έμφυλης βίας. Η βία κατά των γυναικών συνδέεται με την κατώτερη θέση που αυτές τοποθετούνται στην ευρύτερη κοινωνία, την κοινότητα και την οικογένεια. Η έμφυλη βία παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα ενώ έχει συνέπειες στη δυνατότητα τους να στεγάζονται, στην κοινωνική ζωή και την ευημερία της ευρύτερης κοινωνίας.

Η κοινωνική αλλαγή, λοιπόν, πρέπει να κατανοηθεί ότι δεν θα επέλθει μέσα σε μια μέρα. Χρειάζεται αδιάκοπη προσπάθεια για τη κατάκτηση της ισότητας. Τα άτομα θα πρέπει να κατανοήσουν ότι χρειάζεται η ανάπτυξη των ιδιαίτερων ικανοτήτων τους μέσα σε μια συλλογικότητα. Η διαφορετικότητα του καθενός, που εμπεριέχει και την αιχμή του φύλου, θα πρέπει να εκτιμάται και να αναπτύσσεται ώστε να λειτουργεί δημιουργικά για το σύνολο. Οι γυναίκες μέχρι σήμερα καταπιέζονται. Η πατριαρχία προφανώς καταπιέζει και το αντρικό φύλο, αλλά δίνοντάς του μια θέση εξουσίας.

Με βάση αυτή την ανάλυση, ο κάθε άνδρας έρχεται αντιμέτωπος με τις εξής καταστάσεις. Αρχικά, αυτό το εξουσιαστικό μοντέλο με το οποίο γαλουχούνται οι άντρες, ήδη από παιδιά, τους διαμορφώνει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία εκφράζονται τόσο σε επίπεδο διαπροσωπικών σχέσεων όσο και σε επίπεδο αντιμετώπισης του ίδιου τους του εαυτού. Στο επίπεδο των διαπροσωπικών σχέσεων λειτουργεί ασταθώς, καθώς το κοινωνικό πρότυπο θέλει έναν άντρα ναι μεν ανεξάρτητο, χωρίς όμως αυτή η ανεξαρτησία να σέβεται και την ανεξαρτησία της εκάστοτε γυναίκας. Αυτό σημαίνει επί της ουσίας ότι για να αντεπεξέλθει ο άντρας στην σχέση του με μια γυναίκα, οφείλει να λειτουργεί χειριστικά ώστε να βγει αλώβητος από οποιαδήποτε συναισθηματική αντίδραση ενδέχεται να προκύψει. Αυτό επαγωγικά μας οδηγεί και στο δεύτερο χαρακτηριστικό που έχει να κάνει με την αντιμετώπιση του ίδιου τους του εαυτού. Σε αυτό το επίπεδο οι άντρες, με βάση πάλι το ίδιο μοτίβο, αποφεύγουν να αναζητήσουν ενδελεχώς τα αιτία αυτών των αντιδράσεων, καθώς το κοινωνικό πρότυπο θέλει έναν άντρα πολυμήχανο, που οφείλει να δίνει λύσεις στα πάντα χωρίς όμως να μπορεί να εκφραστεί συναισθηματικά. Συνεπώς, με βάση την αναπαραγωγή των ανισοτήτων που θέλουν τους άντρες να είναι το κυρίαρχο φύλο, καταλήγουμε στο ότι οι τελευταίοι λειτουργούν μηχανικά και με εσωστρέφεια επειδή δεν μπορούν να δείξουν ποτέ αδυναμία, καθώς το να έχεις συναισθήματα, να επιδιώκεις ουσιαστικές σχέσεις με το άλλο φύλο, να συγκινείσαι και να κλαις κατηγοριοποίειται ως κάτι θηλυκό και συνεπώς κατώτερο και κατακριτέο. Τα μόνα κοινωνικώς αποδεκτά συναισθήματα για έναν άντρα είναι η οργή και η σεξουαλική επιθυμία.

Ο αγώνας των γυναικών απέδειξε πως μπορούν να υπάρξουν πραγματικές και μόνιμες μεταρρυθμίσεις στην κοινωνία, ωστόσο αυτό δεν είναι αρκετό. Υπήρξαν σίγουρα βελτιώσεις στη θέση, στα δικαιώματα αλλά και στην ποιότητα ζωής τους. Παρ’ όλα αυτά η γυναίκα δεν έχει απελευθερωθεί ακόμα. Από τη μια διότι συνεχίζουν να υφίστανται οι δομές του καπιταλιστικού συστήματος και της πατριαρχίας, συνεπώς για να μπορέσει να επέλθει ουσιαστική αλλαγή στις έμφυλες ανισότητες οφείλουμε να καταλάβουμε το ταξικό συμφέρον που υπάρχει πίσω από την ισότητα. Πρέπει να αντιλαμβανόμαστε ότι η θέση της γυναίκας έχει αλλάξει τυπικά στις λεγόμενες δυτικές φιλελεύθερες χώρες, όμως σε πολλά μέρη του κόσμου η θέση της γυναίκας είναι ακόμα απροκάλυπτα κατώτερη των αντρών. Αλλά και στις ίδιες χώρες που αναφέραμε, όπου η γυναίκα είναι θεωρητικά ίση με τον άντρα, στην ουσία η καταπίεση συνεχίζεται.

Κατ’ επέκταση το ίδιο συμβαίνει και σε χώρους ριζοσπαστικούς. Η αριστερά πρέπει να αναδείξει πως για να μπορέσει να εξαλειφθεί η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, πρέπει πρώτα να εξαλειφθεί η διάκριση των φύλων. Χωρίς να συνεχίζεται η αναπαραγωγή των καπιταλιστικών προτύπων και οι ιεραρχικές σχέσεις εξουσίας και χωρίς να αναπαράγονται διαφορετικά πρότυπα που και εκείνα εν τέλει κρύβουν τον σεξισμό. Στο κόσμο που εμείς οραματιζόμαστε, καμία δεν θα φοβάται να κυκλοφορεί μόνη της το βράδυ, καμία δεν θα αντιμετωπίζεται ως κατώτερο ον και κανένας δεν θα έχει λόγο για το σώμα τους. Θέλουμε και πρέπει να παλέψουμε για ένα κόσμο που όλες και όλοι θα είμαστε ίσοι, χωρίς διακρίσεις και χωρίς στερεότυπα. Ένα κόσμο που κάθε άνθρωπος θα σέβεται τον άλλον χωρίς περιστροφές. Για ένα κόσμο που θα μας χωράει όλους και όλες.

Για όλα αυτά και πολλά άλλα ας γίνουμε επιτέλους όλοι φεμινιστές.