Η θηλυκότητα σε καλούπια

/των Ιωάννα Κουρού και Κέλλυ Παλαιοθόδωρου

 

Σύμφωνα με την Godelier (στο Maruani, 2006: 25), «ό,τι ονομάζουμε κοινωνικό φύλο είναι το σύνολο των γνωρισμάτων που αποδίδονται από μία κοινωνία στα άτομα ανάλογα με τον αν γεννήθηκαν άνδρες ή γυναίκες».  Από πολύ μικρή ηλικία, από την στιγμή που γεννιόμαστε, περιστοιχιζόμαστε από ανθρώπους και γεγονότα που συμβάλλουν στην διαμόρφωση του χαρακτήρα μας και της αντιλήψεως μας για τον κόσμο (Askew&Ross, 1994: 9). Μέσω της κοινωνικοποίησης από τον περίγυρο –οικογένεια, φίλοι, σχολείο, ΜΜΕ- μαθαίνουμε και εσωτερικεύουμε αξίες που μας γίνονται συνήθειες και μέρος του κοινωνικού μας εγώ. Στην κοινωνικοποίηση του φύλου, διδασκόμαστε καθημερινά και από πολύ μικρή ηλικία τι είναι σωστό και πρέπον για τα αγόρια και τι για τα κορίτσια. Στο χωροχρόνο οι διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στα δύο φύλα μεταβάλλονται και επηρεάζονται από τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες, ενώ η διαμόρφωση της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας ως δίπολο είναι αποτέλεσμα των διακρίσεων που υπάρχουν σε μία κοινωνία.

Τα αγόρια μαθαίνουν να είναι άνδρες και τα κορίτσια γυναίκες μέσα από τις κυρίαρχες απόψεις ότι τα αγόρια πρέπει να είναι σκληρά, δυνατά, δραστήρια, ενώ τα κορίτσια ευαίσθητα, αδύναμα, παθητικά, ευγενικά. Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν είναι εγγενή αλλά μαθαίνονται μέσω της επιτέλεσης (Giddens, 2002: 153), αφού αγόρια και κορίτσια έχουν διαφορετική μεταχείριση με επιρροές στην ενήλικη συμπεριφορά και με αυτό τον τρόπο κατασκευάζεται η φαινομενικά αντικειμενική μας πραγματικότητα.

Στο πλαίσιο της πατριαρχικής κοινωνίας, η εικόνα που σχηματίζεται σχετικά με τους ρόλους της γυναίκας είναι πολύ συγκεκριμένη και συχνά πιο περιοριστική συγκριτικά με τους ρόλους του άνδρα (Κογκίδου, 2015: 199). Ένα μικρό, αλλά την ίδια στιγμή κατανοητό παράδειγμα αποτελεί ο κόσμος των παιχνιδιών, ο οποίος, παρόλο που προορίζεται για τα παιδιά, είναι μία αντανάκλαση των ενήλικων αξιών και σε σημαντικό βαθμό συμβάλλει στην διαπαιδαγώγηση των νέων (Κωνσταντοπούλου, 2010: 83). Ακόμη και σήμερα τα παιχνίδια έχουν έμφυλο χαρακτήρα, ο οποίος  έμφυλος διαχωρισμός τους συμβάλλει στην διάκριση των επαγγελμάτων , στον έμφυλο καταμερισμό εργασίας και ρόλων (Cromer, στο Maruani, 2006: 255).

Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, καθώς διαπερνούν την καθημερινότητά μας με πολλούς τρόπους, διαμορφώνουν συνειδήσεις και ενισχύουν τον έμφυλο διαχωρισμό. Υπάρχει πλήθος παραδειγμάτων διαφημίσεων, εκπομπών, στίχων τραγουδιών , βιντεοκλίπ ,δηλώσεων δημοσίων προσώπων, σειρών και ταινιών που όχι μόνο προβάλλουν τις στερεοτυπικές αντιλήψεις μας σχετικά με τον ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία, αλλά και τις αναπαράγουν.

Δεν αποτελεί κάτι το ασυνήθιστο να παρουσιάζεται ως μοναδικός σκοπός της γυναίκας και σκαλοπάτι για την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς της η εύρεση και η επιβεβαίωση ενός άνδρα. Με αυτό τον τρόπο διαμορφώνεται η αντίληψη ότι η εξωτερική εμφάνιση και τα  πρότυπα ομορφιάς αποφέρουν την κοινωνική αποδοχή, κάτι που μπορεί να γίνει επιζήμιο για την μετέπειτα ζωή τους, για την θέσπιση των στόχων τους και τις προοπτικές τους.

Ενώ το ζήτημα της απόρριψης φαντάζει πολύ δύσκολα διαχειρίσιμο από τη μεριά της γυναίκας, όπως αποτυπώνεται στην γελοιογραφία του Ρομάντσου σε ένα τυχαίο τεύχος του 1958. Βέβαια, αντίστοιχα και ο ανδρισμός δεν αποδέχεται την απόρριψη εύκολα, καθώς και εκεί υπάρχουν κανόνες και πρότυπα αρρενωπότητας την ίδια στιγμή.                                                               

Καθώς κοινωνία και διαφημίσεις επικοινωνούν δεν θα μπορούσαμε να αφήσουμε απέξω παραδείγματα σχετικά με τον ρόλο της γυναίκας στο σπίτι. Ο ρόλος της συζύγου, μητέρας και νοικοκυράς κυριαρχεί και στις μέρες μας όπου η γυναίκα προσπαθεί να καλύψει εκτός από τους παραπάνω ρόλους και αυτόν της εργαζόμενης. Όλα πρέπει να τα φέρει σε πέρας, γιατί ας μην ξεχνάμε παρά τα όποια βήματα έχουν γίνει, πολλές παγιωμένες και γερά ριζωμένες αντιλήψεις δύσκολα μας αφήνουν.

Oι γυναίκες  μέσα από   κοινωνικούς αγώνες κατάφεραν να έχουν ίση συμμετοχή  σε πολλές δραστηριότητες της δημόσιας σφαίρας όπως για παράδειγμα στον αθλητισμό και  στην πολιτική που ήταν για χρόνια ανδροκρατούμενοι. Βέβαια, σε αυτό το σημείο προκύπτει ένα ερώτημα: γιατί συνεχίζουμε να σκεφτόμαστε σήμερα με έμφυλες διαφορές σε ορισμένα αθλήματα; Γιατί να συγχέουμε το ποδόσφαιρο κυρίως με το αρσενικό και την ρυθμική γυμναστική αντίστοιχα με το θηλυκό;

Η  Kathrine Switzer  ήταν η πρώτη γυναίκα που αγωνίστηκε στον Βρετανικό Μαραθώνιο το 1967. Οι διοργανωτές με το που κατάλαβαν την παρουσία της προσπάθησαν να την σταματήσουν , εκείνη παρόλα αυτά κατάφερε να τερματίσει τον αγώνα.

Αντιστοίχως, στα ηλεκτρονικά παιχνίδια -τα οποία θεωρούνται κυρίως αντικείμενο ενασχόλησης του αντρικού φύλου- η εμφάνιση των ηρώων ανταποκρίνεται στα έμφυλα στερεότυπα. Η παρουσίαση των ανδρικών φιγούρων εκφράζει την αρρενωπότητα με «μάτσο» χαρακτηριστικά, όπως η επιθυμία για την δράση και τον κίνδυνο και η αποδοχή της σωματικής βίας ως τμήμα της αντρικής φύσης (Dill & Thill, 2007: 852). Αντίθετα, ο τρόπος που εκφράζεται η θηλυκότητα φέρει όλα τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά που αφορούν το γυναικείο φύλο και δίνεται έμφαση στην εξάρτηση, στη υποταγή, ενώ σεξουαλικοποείται σε μεγάλο βαθμό. Οι ρόλοι δε που αναλαμβάνουν είναι κυρίως υποστηρικτικοί και δευτερεύοντες. Οι έμφυλες απεικονίσεις στα ψηφιακά παιχνίδια δεν είναι τυχαίες, αλλά προβάλλουν ένα σεξιστικό, πατριαρχικό περιβάλλον μέσα στο οποίο οι άνδρες είναι κυρίαρχοι και επιθετικοί και οι γυναίκες αν δεν παρουσιάζονται ως σεξουαλικά αντικείμενα θα είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας, δηλαδή είτε θα υποαντιπροσωπεύονται στα παιχνίδια αυτά είτε θα έχουν δευτερεύοντες ρόλους.

Στο χώρο της μουσικής μπορούμε να βρούμε πλήθος παραδειγμάτων που αποδίδονται στη γυναίκα διάφορες στερεοτυπικές εικόνες. Σε πολλά ελληνικά ράπ τραγούδια  , η γυναίκα   παρουσιάζεται ως «αντικείμενο» το οποίο θα πρέπει να έχει  τις τέλειες αναλογίες  και  να είναι συνεχώς  θελκτική προς τους άνδρες . Υπονοείται έμμεσα από τους στίχους  ότι οι γυναίκες εκ φύσεως είναι κατώτερες από τους άνδρες για αυτό κιόλας πρέπει να  τις εξουσιάζουν. Εύκολα δημιουργείται η πεποίθηση στον ανδρικό πληθυσμό  ότι η  «απόκτηση» μιας γυναίκας ενισχύει τον ανδρισμό τους και συγχέεται με την απόκτηση και υλικών αγαθών, όπως ένα αμάξι ή λεφτά. Όλα  τα  τραγούδια καθώς και τα βιντεοκλίπ βρίσκονται ελεύθερα στο διαδίκτυο ή αναπαράγονται στην τηλεόραση με αποτέλεσμα τα νέα αγόρια  να διαπαιδαγωγούνται σύμφωνα με τα έμφυλα  στερεότυπα  πόσο μάλλον όταν  στο σχολείο δεν υπάρχει ουσιαστική αναφορά για τα θέματα ισότητας των φύλων.

Βέβαια, δεν είναι μόνο τα συγκεκριμένα ραπ κομμάτια που αναπαράγουν τις διακρίσεις σε βάρος της γυναίκας. Μπορούμε και στο χώρο του ρεμπέτικου να δούμε αντίστοιχα παραδείγματα παρόλο που η συγκεκριμένη μουσική μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε κρίσιμα κοινωνικά ζητήματα όπως η φτώχεια και οι ανισότητες και είχε τεθεί στο περιθώριο από τις τότε πολιτικές και οικονομικές ελίτ (Κοταρίδης, 1996: 10). Αναφορικά, λοιπόν, με την εικόνα της γυναίκας βλέπουμε πως σε πολλά ρεμπέτικα τραγούδια αυτή έχει μία διττή σημασία: τόσο είναι πηγή χαράς, έρωτα και ηδονής όσο και κίνδυνος, καταστροφή. Σε πολλά τραγούδια βλέπουμε ότι ο άνδρας που οδηγείται στη φυλακή ρίχνει την ευθύνη στην άπιστη, πονηρή γυναίκα που τον πλάνεψε και εξαπάτησε. Υπάρχει μία φυσικοποίηση χαρακτηριστικών όπως το ψέμα και η πονηριά που αποδίδονται στην γυναίκα, την οποία δεν πρέπει να εμπιστεύεται κάποιος άνδρας (ο.π).

«Κάτσε καλά, κάτσε καλά γιατί μια μέρα θα θυμώσω, το ποινικό μητρώο μου για σένα θα λερώσω» (Κάτσε καλά, Τάκης Μπίνης)

«Πάψε να κάνει πια σε μένα την καμπόσα, κάθισε φρόνιμα και μη μου βγάζεις γλώσσα, άλλαξε αν θέλεις για το καλό σου, τακτική, θα είσαι η αιτία που θα πάω φυλακή» (Θα είσαι η αιτία που θα πάω φυλακή, Μανώλης Χιώτης)

Οι άνδρες προκειμένου να «βοηθήσουν» τις γυναίκες αυτές, τις πονηρές, να «ξαναμπούν στον σωστό δρόμο» ασκούν βία, ένα μέσο τιμωρίας, «παραδειγματισμού» και κυριαρχίας του άνδρα έναντι στην γυναίκα (Κοταρίδης, 1996: 23).

Η βία αυτή πολλές φορές και, δυστυχώς, μέχρι και σήμερα μπορεί να οδηγήσει σε γυναικοκτονίες. Οι δολοφονίες των γυναικών  παρουσιάζονται  στα ΜΜΕ από  αρκετούς   δημοσιογράφους  ως   «οικογενειακό δράμα», «έγκλημα πάθους» ή «συζυγικό έγκλημα».  Αποφεύγουν  οι  ίδιοι  να χρησιμοποιήσουν τον όρο «γυναικοκτονία» . Δεν μπορούν  να καταλάβουν  ότι είναι δολοφονίες  που  εγγράφονται στη σχέση κυριαρχίας των ανδρών πάνω στις γυναίκες, σχέση  δηλαδή που αποκρύπτεται από τον όρο ανθρωποκτονία καθώς και ότι   οι γυναικοκτόνοι ασκούσαν ήδη βία στις γυναίκες πριν τις σκοτώσουν. Βλέπουμε, με άλλα λόγια, να αναπαράγεται μία πατριαρχική λογική στον δημόσιο λόγο κατά τον οποίο οι γυναικοκτονίες σχετίζονται και με τα θύματα.

Σχετικά δημόσιο λόγο μέσω των ΜΜΕ γίνεται φανερή η άγνοια πάνω στο ζήτημα του σεξισμού. Το ζητημα των φύλων πολλές φορές παραμένει σε μία κατάσταση μη προτεραιότητας και δεσπόζουσα θέση κατέχει η εξίσωση της εικόνας της γυναίκας με την σεξουαλικότητα και την κατανάλωση, πάντοτε κάτω από το ανδρικό βλέμμα (Κωνσταντινίδου, 2007: 140). Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις στις οποίες η γυναίκα παρουσιάζεται ως αντικείμενο σεξουαλικού πόθου, όπως απεικονίζεται και στην παρακάτω φωτογραφία από ενημερωτική εκπομπή του ΣΚΑΙ, και, μάλιστα, ορισμένες φορές καταδικαστέες πράξεις προς το γυναικείο φύλο διακωμωδούνται, όπως και έγινε στην εκπομπή του Λιάγκα για την περίπτωση της φοιτήτριας στο ΑΠΘ. Ταυτόχρονα, όσον αφορά τα γυναικεία πρόσωπα της πολιτικής ζωής, μέσω των ΜΜΕ δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην εμφάνιση ή την οικογένεια και πως τα συνδυάζουν παρά για το έργο τους. Σε πολλά δελτία ειδήσεων και ειδησεογραφικά site υπάρχει μία αναφορά στις ενδυματολογικές επιλογές των γυναικών πολιτικών, ενώ αξίζει να αναφερθεί η μεγάλη απορία των δημοσιογράφων για το ποια γυναίκα κρύβεται πίσω από τη ζωή ενός πετυχημένου άνδρα ή πως κατάφερε να τον κρατήσει (βλέπε ερώτηση Ν. Χατζηνικολάου σε συνέντευξη με τον Α. Τσίπρα).   

Επίσης, τα reality μόδας – αρκετά δημοφιλή στο τηλεοπτικό κοινό- φυσικά και ανήκουν σε μηχανισμούς που μας «διαπαιδαγωγούν» και «κοινωνικοποιούν» στην πραγματικότητα. Να ξεκαθαρίσουμε πως στις επόμενες σειρές δεν κρίνουμε την εργασία στο χώρο της μόδας αλλά τον τρόπο με τον οποίο  παρουσιάζεται στην τηλεόραση. Ομάδες ειδικών της μόδας  κρίνουν   με ειρωνικό και  προσβλητικό  ύφος το σώμα ή την συμπεριφορά των διαγωνιζόμενων  που είναι μόνο κοπέλες . Τους θέτουν κανόνες για το πώς θα πρέπει να φέρονται, να χαμογελούν, να ποζάρουν  ώστε να έχουν μια επιτυχημένη καριέρα, ενώ πολλές φορές τους αναθέτουν και δοκιμασίες που ίσως να μην σχετίζονται τόσο με το modeling και είναι-αν μη τι άλλο- κάπως εξευτελιστικές για την προσωπικότητα των διαγωνιζόμενων κοριτσιών. Βέβαια, κύριος στόχος ενός reality είναι η τηλεθέαση οπότε και διάφορα ευτράπελα μόνο καλό κάνουν για την παραγωγή, όπως αντίστοιχα αυτού του είδους οι εκπομπές αποτελούν ένα μέσο φθηνής διαφήμισης διαφόρων προϊόντων μέσω των διαγωνιζόμενων μοντέλων . Τέλος,  η  παραγωγή  δημιουργεί πολλές φορές το κατάλληλο κλίμα για ίντριγκες, τσακωμούς και ανταγωνισμούς  κάτι το οποίο θα μπορούσε να ενισχύει τις συμβατικές απόψεις γύρω από την γυναικεία φιλία και  είναι αντίθετο με το  κλίμα συνεργασίας που μέσα από το φεμινιστικό κίνημα θέλουμε να ενισχύσουμε.

Πηγές:

Askew S.& Ross C. (1994), Τ’ αγόρια δεν κλαίνε, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Giddens, A.,(2002). Εισαγωγή στην κοινωνιολογία, Αθήνα : Οδυσσέας

Dill, K. E., & Thill, K. P. (2007). Video game characters and the socialization of gender roles: Young people’s perceptions mirror sexist media depictions. Sex roles, 57(11-12), 851-864.

ΚΕΘΙ – Κέντρο Ερευνών σε Θέματα Ισότητας ( Οδηγός πρός τα μέσα μαζικής επικοινωνίας για την εξάλειψη του σεξισμού και των έμφυλων διακρίσεων )

Κογκίδου, Δ. (2015), Πέρα από το ροζ και το γαλάζιο: Όλα τα παιχνίδια για όλα τα παιδιά, Αθήνα: Επίκεντρο.

Κοταρίδης Ν.(1996), Ρεμπέτες και ρεμπέτικο τραγούδι, Αθήνα: εκδόσεις Πλέθρον.

Κωνσταντινίδου, Χ (2007), Το κοινωνικό φύλου στο περιοδικό Έψιλον της Κυριακατικης Ελευθεροτυπίας, στο Παπαγεωργίου, Γ.(2007), Gender Transformations-Έμφυλοι Μετασχηματισμοί, Πανεπιστήμιο Κρήτης.

Κωνσταντοπούλου Χ. (2010), Ελεύθερος χρόνος: Μύθοι και πραγματικότητες, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.

Maruani M.(2006), Γυναίκες, Φύλο, Κοινωνίες: Τι γνωρίζουμε σήμερα, Αθήνα: Μεταίχμιο.

Federici, S. (2019), Το κυνήγι των μαγισσών χθες και σήμερα, Θασσαλονίκη: Εκδόσεις των ξένων.