Τον τελευταίο χρόνο έχουν περάσει από τη χώρα περίπου 1.000.000 πρόσφυγες, άλλοι για λίγες μέρες και άλλοι για πολλούς μήνες. Όπως είναι φυσικό, οι άμεσες ανάγκες αυτών των ανθρώπων για διαμονή, σίτιση και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη συγκέντρωσαν σε πρώτη φάση το ενδιαφέρον της Πολιτείας. Μάλιστα, χρειάστηκε η ευαισθητοποίηση ολόκληρης της κοινωνίας, η δράση χιλιάδων εθελοντών, η ενεργοποίηση κρατικών μηχανισμών και η πάροδος αρκετού χρόνου, ώστε να μπει μια τάξη σε αυτήν τη σχεδόν χαοτική κατάσταση. Σήμερα ο αριθμός των προσφύγων έχει σταθεροποιηθεί και η συντριπτική πλειοψηφία φιλοξενείται σε ανοικτά κέντρα, όπου τα βασικά ζητούμενα για αξιοπρεπείς όρους διαβίωσης έχουν εξασφαλιστεί.

Προκύπτουν λοιπόν νέα ερωτήματα, νέες προκλήσεις. Πόσοι από τους ανθρώπους αυτούς θα λάβουν άσυλο, για να ζήσουν μόνιμα στην Ελλάδα και πώς θα ενσωματωθούν; Θα υπάρξει ειδική μέριμνα για τα ανήλικα προσφυγόπουλα και ποια είναι η προοπτική που ανοίγεται ενώπιον τους; Ειδικά το τελευταίο ερώτημα αποκτά βαθύτερη διάσταση, μετά την πρόσφατη απόφαση του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων του 5ου Δημοτικού Σχολείου Ωραιοκάστρου, που με απαράδεκτο και ρατσιστικό τρόπο προειδοποιεί ότι δε θα επιτρέψει την ένταξη παιδιών προσφύγων στον χώρο του σχολείου και απειλεί με κατάληψη του σχολικού συγκροτήματος, αν η πολιτεία επιμείνει.

Σύμφωνα με το σχέδιο του Υπουργείου Παιδείας, που έχει αρχίσει να υλοποιείται ήδη, η πιο αποτελεσματική μέθοδος ενσωμάτωσης των παιδιών προσφύγων στην ελληνική κοινωνία διέρχεται μέσα από την παροχή εκπαίδευσης. Ειδικότερα, για τα παιδιά 4 έως 6 ετών θα λειτουργούν ειδικές τάξεις νηπιαγωγείου μέσα στις δομές φιλοξενίας, με μαθήματα γλώσσας, καλλιτεχνικές δραστηριότητες και παιχνίδια. Για τους ανήλικους πρόσφυγες ηλικίας 7 – 16 ετών έχει προβλεφθεί διπλό εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Το πρωί θα μαθαίνουν εντός των δομών τις μητρικές τους γλώσσες από διαπιστευμένους δασκάλους, σε συνεργασία με Μ.Κ.Ο., υπό την εποπτεία φυσικά του Υπουργείου, ενώ το απόγευμα θα μεταφέρονται με λεωφορεία σε κοντινά σχολεία, όπου θα διδάσκονται ελληνικά, αγγλικά, μαθηματικά και πληροφορική. Τα παιδιά που θα φτάνουν σε ικανοποιητικό επίπεδο γνώσης της ελληνικής γλώσσας, θα φεύγουν από τις τάξεις υποδοχής και θα εντάσσονται στις πρωινές τάξεις μαζί με τους υπόλοιπους μαθητές του σχολείου. Η συνύπαρξη εξάλλου γηγενών και προσφύγων μαθητών θα επιδιωχθεί από την αρχή, σε μαθήματα που δεν απαιτούν απαραιτήτως κοινή γλώσσα, όπως η γυμναστική και η ζωγραφική. Αναφορικά, τέλος, με τα μεγαλύτερα παιδιά, 16 – 18 ετών, αυτά θα παρακολουθούν ειδικό πρόγραμμα κατάρτισης και τεχνικής εκπαίδευσης.

Τί σκέφτονται όμως οι ίδιοι οι πρόσφυγες για τα μαθήματα που αρχίζουν; Ο 17χρονος Amir, που διαμένει στο ανοικτό Κέντρο της Μαλακάσας, λέει «Το σχολείο μπορεί να μας βοηθήσει πολύ να μάθουμε την ελληνική κουλτούρα και να ενσωματωθούμε στην κοινωνία. Είμαστε στην Ελλάδα και πρέπει να ξέρουμε τον πολιτισμό της, τα έθιμα και τη γλώσσα. Η εκπαίδευση είναι ένα από τα σημαντικότερα εφόδια, άρα ο καθένας δικαιούται να πάει σχολείο, να έχει μία γενική μόρφωση και να βελτιώσει τις δεξιότητές του, για να βρει κάποια δουλειά και να εξασφαλίσει καλές συνθήκες ζωής». Στο ερώτημα αν φοβάται ενδεχόμενη εχθρότητα από την ελληνική κοινωνία, η απάντηση είναι αποστομωτική «Υπάρχουν διάφορες πιθανότητες, που εξαρτώνται από τα άτομα. Ήρθα εδώ πριν οκτώ μήνες και έχω κάνει φίλους από την Ελλάδα, την Ισπανία, τις Η.Π.Α., τη Γερμανία και αλλού. Συνεπώς, δε μετράει ποια γλώσσα μιλάς, διότι αν οι άνθρωποι θέλουν να γνωρίσουν νέους φίλους, θα το κάνουν χωρίς να λαμβάνουν υπόψη θρησκείες, εθνικότητες και γλώσσες».