/Του Οδυσσέα Σωτηρόπουλου* 

 

Είναι ηθική η κρεατοφαγία; Πώς δικαιολογούνται οι ισχυρισμοί που θέτουν τα ζώα εκτός της ηθικής σφαίρας, εντάσσοντας παράλληλα τα ανθρώπινα συμφέροντα στο επίκεντρο της προσοχής; Ποιο είναι το διακριτικό χαρακτηριστικό που φέρουν οι άνθρωποι βάσει του οποίου τα ζώα δε διαθέτουν ηθική υπόσταση; Διαφέρουν ουσιαστικά τα κατοικίδια ζώα από τα ζώα που χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο, για κατανάλωση, ένδυση ή ψυχαγωγία; Οι απαντήσεις στα σχετικά ερωτήματα είναι σημαντικές, διότι υπάγουν σε έλεγχο πλήθος ανθρώπινων πρακτικών που θεωρούνται έως σήμερα αποδεκτές από το μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας.

Μία δημοφιλής άποψη τοποθετεί τα ζώα εκτός του ανθρώπινου ενδιαφέροντος, βασιζόμενη στο ευρύ κριτήριο της λογικής ικανότητας. Σύμφωνα με την παραπάνω θέση, μόνο τα όντα που είναι ικανά αναλυτικής σκέψης χρήζουν ηθικής μεταχείρισης. Έπεται, δηλαδή, πως μόνο οι ανθρώπινοι οργανισμοί έχουν ηθική υπόσταση, καθώς μόνο οι ίδιοι πληρούν το εν λόγω κριτήριο. Εντούτοις, αν το (υποτιθέμενο) προνόμιο της λογικής επιτρέπει την τοποθέτηση των ζώων εκτός της ηθικής κοινότητας, τότε, ομοίως, κάθε ανθρώπινο ον που δε μπορεί να στοχάζεται ορθολογικά πρέπει να στερείται ηθικού ενδιαφέροντος. Συνεπώς, τα βρέφη ή, έστω, τα γεροντικά άτομα που πάσχουν από άνοια, οι σοβαρά νοητικά ανάπηροι και λοιπές «οριακές» περιπτώσεις ανθρώπων φαίνεται να είναι τα επόμενα θύματα του συλλογισμού που φετιχοποιεί την ευφυία ως κριτήριο διαμόρφωσης ηθικής φυσιογνωμίας. Σε ποιο σημείο, λοιπόν, διαγράφεται η γραμμή; Μήπως στην ικανότητα του έναρθρου λόγου; Ένας αναπτυγμένος σκύλος ή ένα ώριμο γουρούνι αποτελούν ζώα ασύγκριτα πιο συνεννοήσιμα από ένα ανθρώπινο μωρό μίας ημέρας, μίας εβδομάδας ή ενός μήνα. Το ηθικό ενδιαφέρον απέναντι σε ένα πρόσωπο δεν πρέπει να καθορίζεται από την εμφάνιση, τα πιστεύω ή τις ικανότητές του. Ούτε, βέβαια, ο βαθμός των χαρισμάτων που διακρίνει τον καθένα συνιστά το μέτρο των δικαιωμάτων του. Έτσι, επειδή ένας ευφυής και καταρτισμένος επιστήμονας, λόγου χάρη, είναι ανώτερος από τον μέσο άνθρωπο στην κατανόηση, δεν προκύπτει ότι είναι, επομένως, ο άρχοντας των υπολοίπων. Κατά συνέπεια, εφόσον η κατοχή υψηλότερου δείκτη νοημοσύνης δεν δικαιοδοτεί έναν άνθρωπο να εκμεταλλεύεται τον συνάνθρωπό του, πώς δικαιοδοτεί τους ανθρώπους να εκμεταλλεύονται τα ζώα; Το όριο του αισθάνεσθαι είναι το μόνο βάσιμο όριο, διότι αν ένα ον δεν αισθάνεται τίποτα, τότε δεν έχει κανένα συμφέρον που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Αν ένα ον υποφέρει, έχει το αντίστοιχο συμφέρον να μην ταλαιπωρείται. Αν ένα ον ευχαριστιέται, έχει το αντίστοιχο συμφέρον να διασφαλίζεται η ηδονή του. Ως εκ τούτου, αν ένας οργανισμός είναι αισθανόμενος, τότε έχει ηθική υπόσταση. Τα ζώα είναι αισθανόμενοι οργανισμοί. Άρα, τα ζώα έχουν ηθική υπόσταση. Συνεπώς, εφόσον είναι γνωστό ότι οι άνθρωποι, ως αισθανόμενα όντα, έχουν τουλάχιστον το δικαίωμα να μην αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα, το ίδιο θεμελιώδες δικαίωμα πρέπει να παρέχεται εξίσου στα ζώα.

Η πεποίθηση ότι τα συμφέροντα του ανθρώπινου είδους υπερβαίνουν τα συμφέροντα των μελών άλλων ειδών συνιστά ένα είδος προκατάληψης που ορίζεται ως «σπισισμός» (ή «ειδισμός»). Οι ρατσιστές παραβιάζουν την αρχή της ισότητας, αποδίδοντας μεγαλύτερο βάρος στα συμφέροντα της φυλής στην οποία ανήκουν. Οι σεξιστές καταπατούν την αρχή της ισότητας, ευνοώντας τα συμφέροντα του φύλου στο οποίο ανήκουν. Ομοίως, οι σπισιστές επιτρέπουν στα (αμελητέα) συμφέροντα του ανθρώπινου είδους να παρακάμπτουν τα (πιο θεμελιώδη) συμφέροντα των μελών άλλων ειδών. Το μοτίβο είναι πανομοιότυπο σε κάθε περίπτωση. Επιπλέον, η συνήθεια να περιορίζεται το ενδιαφέρον στους σκύλους ή τις γάτες, επειδή με τα κατοικίδια ζώα μοιράζονται οι άνθρωποι περισσότερες εμπειρίες, είναι ηθικά σχιζοφρενής· όλα τα ζώα είναι τόσο ικανά να υποφέρουν όσο οι σκύλοι ή οι γάτες. Οι Γάλλοι, που λατρεύουν τα σκυλιά, ενίοτε τρώνε άλογα. Οι Ισπανοί, που λατρεύουν τα άλογα, ενίοτε τρώνε αγελάδες. Οι Ινδοί, που λατρεύουν τις αγελάδες, ενίοτε τρώνε σκυλιά κ.ο.κ.. Όσον αφορά στη βία κατά των ζώων, είμαστε όλοι όσοι. Συγκεκριμένα, η πιο κραυγαλέα, θεσμοθετημένη μορφή σπισισμού συνίσταται στην παραγωγή ζωϊκών προϊόντων, για ανθρώπινη κατανάλωση. Το κρέας, το τυρί, τα αυγά και όλα τα φαγητά που προέρχονται από τα ζώα ενέχουν τεράστιο βαθμό εκμετάλλευσης. Περίπου 60 δισεκατομμύρια εκτρεφόμενα ζώα σφαγιάζονται ετησίως, μη συμπεριλαμβανομένων των ζώων της θάλασσας, των οποίων οι θανατώσεις μετριούνται μόνο σε τόνους (από 1 έως 3 τρισεκατομμύρια ανά χρόνο). Ακόμη, η πλειονότητα των ζωικών τροφών που κυκλοφορεί στην αγορά εκπορεύεται από βιομηχανικού τύπου φάρμες, στις οποίες οι συνθήκες διαβίωσης είναι τουλάχιστον άθλιες και οδυνηρές. Τα ζώα φυλακίζονται σε μικρά κλουβιά, ευνουχίζονται, ξυλοκοπούνται, υποβάλλονται σε αφύσικη διατροφή, γονιμοποιούνται τεχνητά και, τέλος, δολοφονούνται και τεμαχίζονται. Εντός των γαλακτοβιομηχανιών, η εκμετάλλευση των μη-ανθρώπινων ζώων θεμελιώνεται στην εμπορευματοποίηση των αναπαραγωγικών λειτουργιών των θηλυκών και της καταστροφής της σχέσης των μητέρων με τα παιδιά τους. Τα αρσενικά μοσχαράκια, φερ’ ειπείν, στέλνονται κατ’ ευθείαν στο σφαγείο, κατόπιν της γέννησης, αφού δε χρησιμεύουν ως γαλακτοπαραγωγικές μηχανές. Την ίδια μοίρα έχουν τα αρσενικά κοτοπουλάκια στον χώρο παραγωγής αυγών, καθώς τα ίδια δε μπορούν να παράγουν αυγά, οπότε με βάρβαρες τακτικές ―ακριβώς μετά τη γέννηση― εξοντώνονται μαζικά. Ο άγριος βασανισμός που υφίστανται τα ζώα των οποίων το δέρμα χρησιμοποιείται από τη βιομηχανία της ένδυσης αποτελεί μία ακόμη στυγερή μορφή καταπίεσης. Η ίδια διαπίστωση ισχύει ως προς τη χρήση των ζώων στον έλεγχο καλλυντικών, σε ερευνητικά πειράματα, στους ζωολογικούς κήπους κ.λπ..

Όμως, εκτός από το ηθικό ζήτημα που αναλύεται ανωτέρω, η κτηνοτροφία αποτελεί, επίσης, αδιαμφισβήτητη οικολογική καταστροφή. Αναλυτικότερα, η εντατική παραγωγή ζωικών προϊόντων ευθύνεται για το 70% της παγκόσμιας κατανάλωσης γλυκού νερού, το 38% της συνολικής χρήσης καλλιεργήσιμης γης και το 20% των παγκοσμίων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου (ποσό μεγαλύτερο από τους ρύπους που εκπέμπουν όλα τα μηχανικά μέσα μεταφοράς). Μια δίαιτα που περιλαμβάνει ζωϊκά προϊόντα κατασπαταλά υπέρογκες ποσότητες φυτικών τροφών και πόσιμου νερού, για την εκτροφή των ζώων. Ενδεικτικά, για την παραγωγή ενός κιλού μπριζόλας, απαιτούνται έως 16 κιλά σιτηρών και 5.000 έως 20.000 λίτρα νερού. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η καλλιεργήσιμη γη που υφίσταται είναι επαρκής, για τη σίτιση 9 και πλέον δισεκατομμυρίων, αλλά τρέφει, ως επί το πλείστον, το λαίμαργο στομάχι της Δύσης, ενώ παραπάνω από το 1/7 του διεθνούς πληθυσμού (αποτελούμενο σε μεγάλο βαθμό από παιδιά) οδηγείται στη λιμοκτονία. Ειδικότερα, τo 82% των παιδιών που πεθαίνουν από την πείνα ζει σε χώρες όπου η καλλιεργήσιμη γη δεσμεύεται σχεδόν αποκλειστικά από κτηνοτροφικές μονάδες. Αξιοσημείωτες είναι, επιπροσθέτως, οι επιπτώσεις της κρεατοφαγίας στα εξαφανιζόμενα είδη, καθώς και ο ρόλος της στη δημιουργία τεράστιων εκτάσεων αποβλήτων που μολύνουν τα εδάφη και το νερό (οι φάρμες των Η.Π.Α. μόνο παράγουν 13 φορές περισσότερα κόπρανα από ολόκληρο τον ανθρώπινο πληθυσμό), διαταράσσοντας τη ζωή των τοπικών κατοικημένων περιοχών.

Η λύση, λοιπόν, για τα προαναφερθέντα προβλήματα, είναι απλή: καθαρή χορτοφαγία. Όλοι οι μεγάλοι, έγκριτοι διατροφολογικοί οργανισμοί και οι καταξιωμένοι ειδικοί παγκοσμίως αναγνωρίζουν τη φυτοφαγία ως δίαιτα διατροφικά επαρκή και απολύτως υγιεινή, γεγονός που επικυρώνεται από την ταχεία ανάπτυξη του σχετικού κινήματος, που μετρά εκατοντάδες εκατομμύρια μέλη σε όλο τον κόσμο. Συγχρόνως, η επικινδυνότητα των φαγητών ζωικής προέλευσης εις βάρος της ανθρώπινης υγείας καθίσταται διαρκώς εναργέστερη. Τα ζωικά προϊόντα επιβεβαιωμένα δεν αποτελούν απαραίτητο μέρος μιας υγιεινής διατροφής, άρα, η μόνο ειλικρινής δικαιολογία που μπορεί να παρουσιάζεται έγκειται στην ευχαρίστηση του ουρανίσκου. Εν κατακλείδι, η πρακτική της αποχής από την εκμετάλλευση των ζώων (veganism), τόσο στη διατροφή όσο και τις καθημερινές και πολιτισμικές συνήθειες, αποτελεί μία ηθική επιταγή, μία στάση ζωής που εναντιώνεται ριζικά στη βαρβαρότητα του σπισισμού.

*Φοιτητής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Πατρών