/ του Θύμιου Χρυσανθόπουλου

 

«Πριν τον πόλεμο, ήμασταν πολύ αγαπημένοι. Ήταν τόσο όμορφα εκεί που μέναμε. Η φύση, τα χωριά, οι πόλεις… Μετά καταστράφηκαν όλα. Φοβόμασταν συνέχεια. Για τη ζωή μας, για τη ζωή των αγαπημένων μας. Είδα με τα ίδια μου τα μάτια μέλη της οικογένειάς μου να χάνονται κι αποφασίσαμε να φύγουμε. Μαζέψαμε ό,τι μπορούσαμε και τα βάλαμε στον ώμο. Θυμάμαι να φεύγουμε και να βλέπω πίσω μας φλόγες. Φτάσαμε στη θάλασσα. Ήμασταν πολλοί, κάποιοι από μακρινά χωριά, κάποιοι άλλοι γείτονες. Στριμωχτήκαμε σε μία βάρκα. Κάποιοι αναγκάστηκαν να κολυμπήσουν. Θυμάμαι κλάματα, φωνές, πανικό και νερό, πολύ νερό. Περνάγαμε το Αιγαίο. Στο ταξίδι φοβόμασταν κι ελπίζαμε μαζί. Και μετά φτάσαμε εδώ, στη Λέσβο. Θυμάμαι την ανακούφιση όταν φτάσαμε στη στεριά, όταν ο πόλεμος ήταν πια πίσω μας.»

Όταν Σύροι και Αφγανοί πρόσφυγες διάβαζαν την παραπάνω ιστορία των Ελλήνων της Σμύρνης, ταυτίζονταν και έκλαιγαν. Μέσα σε αυτές τις λίγες γραμμές βλέπουν τον εαυτό τους, τον ξεριζωμό τους, τα βάσανά τους.

Δεν είναι τυχαία όμοιες οι δύο ιστορίες. Είτε στην Σμύρνη του ’22 είτε στη Συρία είτε στο Αφγανιστάν, η απόφαση για την μετανάστευση ήταν μονόδρομος εν μέσω της αγριότητας του πολέμου, ενός πολέμου που και στις δύο περιπτώσεις οδηγεί σε βίαιους εκτοπισμούς πληθυσμών. Δύσκολη απόφαση να αποχωριστείς τον τόπο και τις αναμνήσεις σου, απαραίτητη ,όμως, και στις δύο χρονικές περιόδους, αν θες να επιβιώσεις και να προστατέψεις αυτούς που αγαπάς.

Η άφιξη σε μια καινούρια πατρίδα το ίδιο δύσκολη τόσο τότε, όσο και τώρα. Οι πρόσφυγες του ΄22 είχαν να αντιμετωπίσουν, εκτός της ίδιας της μετανάστευσης, ένα ανοργάνωτο ελληνικό κράτος, που έφερε ευθύνες για την κατάσταση τους, και έναν λαό που σε καμιά περίπτωση δεν τους καλωσόριζε και προσπαθούσε να τους απομονώσει. Σήμερα, ένας πρόσφυγας από τη Συρία, μετά από ένα επίπονο ταξίδι, την εκμετάλλευση από τους δουλεμπόρους και ενώ παίζει την ζωή του κορώνα γράμματα στο Αιγαίο, ξέρει πως οι κακουχίες δεν τελειώνουν εκεί. Έχει να αντιμετωπίσει μια ξενοφοβική Ε.Ε., με τις περισσότερες χώρες να έχουν κλείσει τα σύνορα τους για τους ανεπιθύμητους πρόσφυγες. Από την άλλη, ο ελληνικός λαός έδειξε και συνεχίζει να δείχνει την αμέριστη συμπαράσταση και αλληλεγγύη του στους πρόσφυγες – μια νίκη για την αριστερά και την δημοκρατία – με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως αυτές του Περάματος και του Ωραιόκαστρου. Και στις τελευταίες περιπτώσεις οι δημοκρατικοί πολίτες στάθηκαν ηρωικά απέναντι στο φασισμό και διασφάλισαν την ασφαλή πρόσβαση στην εκπαίδευση στα προσφυγόπουλα.

Οι Έλληνες ξέρουν τι πάει να πει προσφυγιά, όταν ήδη πριν από τις αρχές του 20ου αιώνα μετανάστευαν σε διάφορα σημεία του πλανήτη αναζητώντας καλύτερη ζωή. Αυτός που εναντιώνεται στον πρόσφυγα είναι ο φασίστας, ο ξενόφοβος, ο «έντιμος» άνθρωπος κυρ Παντελής που φοβάται για την δουλειά του, για την βολή του. Μονόδρομος, λοιπόν, ο «έντιμος» κυρ Παντελής να εξαφανιστεί από την κοινωνία μαζί με αυτούς που τον δημιούργησαν.