/του Άκη Κωνσταντίνου

Μεγαλώνοντας στη δεκαετία του ‘90 σε μία χώρα που είναι ακόμα μπασκετική καταλαβαίνεις ότι υπάρχει το μπάσκετ που βλέπεις στην κρατική τηλεόραση, με τα τότε τεράστια ντέρμπι ΠΑΟΚ – Άρη και την Ευρωλίγκα του 1996 που κατέκτησε ο Παναθηναϊκός μετά από εκείνη την επική τάπα του Στόγιαν Βράνκοβιτς στον Μοντέρο, και ένα άλλο άθλημα πιο θεαματικό με μπασκέτες, μια πορτοκαλί μπάλα και αθλητές να ίπτανται και να καρφώνουν, όλο αυτό πίσω από το βαρύ και badass όνομα του NBA και συνοδευόμενο από κλισέ εκφράσεις όπως μαγικός κόσμος και τα λαμπερά παρκέ. Από τη δεκαετία του ‘80 ακούγοταν η συγκεκριμένη διοργάνωση ως κάτι εξωπραγματικό, που γίνεται σε ένα φανταστικό τοπίο όπου πρωταγωνιστούν κάποιοι με ονόματα όπως Λάρυ Μπερντ και Μάτζικ Τζόνσον. Όλα άλλαξαν το 1984 με την τρίτη επιλογή στο ντραφτ, όταν η μέχρι τότε άσημη ομάδα των Σικάγο Μπουλς αποφασίζει να διαλέξει τον Μάικλ Τζόρνταν και 3 χρόνια αργότερα την μπασκετική αδελφή ψυχή του Σκότι Πίπεν. Οι δυο τους έχτισαν έναν μύθο που πέρασε για τα καλά τον Ατλαντικό στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992, και κορυφώθηκε με την κατάκτηση των 2 three peat (1991-92-93, 1996-97-98) υπό την καθοδήγηση του Φιλ Τζάκσον, την διεύθυνση του Τζέρι Κράουζ και την ιδιοκτησία του Τζέρι Ράινσντορφ.

Για τους περισσότερους η ομάδα του 1998 υπήρξε η κορυφαία μπασκετική ομάδα όλων των εποχών με το δίδυμο Τζόρνταν, Πίπεν να πλαισιώνεται από τους Ρον Χάρπερ, Στηβ Κερ, Τόνι Κούκοτς και με ρολλίστες τους Λουκ Λόνγκλεϊ και Μπιλ Γουένινγκτον. Μία χρονιά που δε ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς καθώς ο Σκότι Πίπεν περνούσε έναν τραυματισμό, αλλά κυρίως ήθελε αναπροσαρμογή του συμβολαίου του με καλύτερους οικονομικούς όρους, ο Ντένις Ρόντμαν ήταν απλά ο Ντένις Ρόντμαν και ο Μάικλ Τζόρνταν ανακοίνωνε πως αν φύγει ο Φιλ Τζάκσον από την ομάδα θα φύγει και αυτός, όταν μαθεύτηκε πως ο Τζέρι Κράουζ είχε σκοπό τη ριζική ανανέωση της ομάδας στην αρχή της χρονιάς. Παρόλα αυτά, έφτασε στην κατάκτηση του πρωταθλήματος διά πυρός και σιδήρου, αποκλείοντας τις πιο σκληροτράχηλες ομάδες εκείνης της περιόδου, του Ιντιάνα Πέισερς, του Ρέτζι Μίλλερ και τη Γιούτα Τζαζ των Στόκτον, Μαλόουν και Χόρνατσεκ, εμπνέοντας τη μίνι σειρά του Νετφλιξ The Last Dance.

Σε ένα ντοκιμαντέρ που αναφέρεται σε αυτή την ομάδα νομίζω όλοι μας περιμέναμε ότι τη μερίδα του λέοντος σε ότι αφορά τα πρόσωπα θα την έπαιρνε ο Μάικλ Τζόρνταν. Αυτό όμως λειτούργησε ως δίκοπο μαχαίρι. Από τη μία όλοι θέλουμε να ακούμε τι συνέβη με τον καλύτερο μπασκετμπολίστα και εγκατέλειψε το άθλημα μετά τη κατάκτηση του πρωταθλήματος το 1993 για να ασχοληθεί με το baseball. Μας μιλάει για το φόνο του πατέρα του, μας συγκινεί βλέποντας το πλάνο με τον ίδιο να κλαίει σα μωρό στα αποδυτήρια μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος το 1996, το πρώτο μετά το θάνατο του πατέρα του, καθώς και τα προβλήματα του με το τζόγο, αλλά η υπερπροβολή της άποψης του και το ότι έχει τον τελευταίο λόγο επί παντός επιστητού λειτούργησε άσχημα για τον ίδιο.


Προσπάθησε να εξηγήσει ότι το bullying στα αποδυτήρια συνέβαινε για να ωθήσει τους συμπαίκτες του στο να γίνουν καλύτεροι. Κατηγόρησε τον Χόρας Γκραντ ως το βαθύ λαρύγγι των αποδυτηρίων που οδήγησε στο βιβλίο Jordan Rules, το οποίο αναδεικνύει την πλευρά του Τζόρνταν ως ενός ανθρώπου εθισμένου στο τζόγο, ενώ δε παρέλειψε να αναφερθεί στο ότι το alter ego του Σκότι Πίπεν φέρθηκε εγωιστικά όταν αρνιόταν να παίξει αν δε γίνει επαναπροσαρμογή του συμβολαίου του κι ας ήταν ο πιο κακοπληρωμένος all star της ομάδας, την ώρα που ο Τζόρνταν γέμιζε τους λογαριασμούς του με εκατομμύρια. Για να μην πούμε για τη σκηνή που γελούσε κοροϊδεύοντας τις δηλώσεις του γκαρντ των Σηάτλ Σούπερσόνικς, Γκάρι Πέιτον, ότι μετά το game 3 κατάφερε να τον περιορίσει μόνο και μόνο για να μη παραδεχτεί ότι τον δυσκόλεψε (που όντως τον δυσκόλεψε). Αμφισβήτησε την κατάκτηση του τίτλου του MVP το 1993 και το 1996 από τους Τσαρλς Μπάρκλεϊ και Καρλ Μαλόουν αντίστοιχα, προσπάθησε να “τρομάξει” τον Τόνι Κούκοτς στα παιχνίδια με την Κροατία το 1992 και εμμέσως παραδέχτηκε ότι ήταν αυτός, αλλά όχι μόνο εκείνος, που σε εκείνη την dream team δεν ήθελαν με τίποτα τον Αϊζάια Τόμας.

Δεν ξέρουμε αν το Last Dance έκανε πιο πολύ καλό ή κακό στην εικόνα του Τζόρνταν, σίγουρα όμως δεν του αφαιρεί την παικτική του αξία. Σίγουρα όμως θα μπορούσε να προστατεύσει τον ίδιο και την υπόλοιπη ομάδα προβάλλοντας λίγο παραπάνω την αντίθετη άποψη, αφού κρίνοντας από τις δηλώσεις των συμπαικτών του Τζόρνταν δημιούργησε περισσότερες τριβές παρά ανέδειξε την καλύτερη μπασκετική ομάδα όλων των εποχών. Έδειξε έμπρακτα κάτι που όσοι έχουμε ασχοληθεί με ομαδικό άθλημα είτε ως αθλητές είτε ως παρατηρητές πάντα το ξέραμε σαν άγραφο νόμο. Ότι τα αποδυτήρια είναι ιερό άβατο. Τίποτα που βγαίνει από τα αποδυτήρια δε βγαίνει εν τέλει για καλό κι ας είναι μια ευκαιρία για εμάς τους ταπεινούς φανς να δούμε και να πάρουμε μια γεύση του πως αυτά τα άτομα κατάφεραν και γίνανε αφίσα σε κάθε σπίτι της δεκαετίας του ‘90, και πως ακόμα κι αυτοί οι άνθρωποι που κάποτε μας φάνταζαν θεοί είναι άνθρωποι σαν εμάς, με τις λάθος επιλογές τους, τις αδυναμίες τους, τις ανασφάλειες τους.