/του Άκη Κωνσταντίνου

Μία αγαπημένη συζήτηση μεταξύ των αγοριών στην εφηβική και μετεφηβική ηλικία είναι σχετικά με το ποιος είναι ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής στον κόσμο. Ένα debate για γερά νεύρα, που κατέληγε μετρώντας στατιστικά, συμμετοχές, γκολ, τίτλους και επειδή συνήθως δεν έβγαινε άκρη, μπροστά σε μια οθόνη με τα χειριστήρια στα χέρια, προσπαθώντας να αποδείξουμε ποιος παίχτης είναι καλύτερος. Στην εποχή της βιομηχανίας του ποδοσφαίρου, που ένα επιχείρημα για τον καλύτερο ποδοσφαιριστή είναι η χρηματιστηριακή του αξία, υπάρχει ένας συνωστισμός σε γενικές γραμμές, που (όταν τα στατιστικά τελειώνουν) αρχίζουμε και ψάχνουμε στην εμπορική αξία των παικτών.

Τις δύο πρώτες θέσεις κατέχουν σταθερά οι Λιονέλ Μέσσι και Κριστιάνο Ρονάλντο. Ο ένας από τη χώρα του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα χωρίς κάποιο ιδιαίτερο αθλητικό προσόν, αλλά με αυτό το μοναδικό φυσικό ταλέντο να μιλάει στη μπάλα και η μπάλα να μη ξεκολλάει από το πόδι του μέχρι αυτός να θελήσει, από την άλλη ένας ποδοσφαιριστής που όλη του τη ζωή βελτιώνεται. Με βιονικά φυσικά χαρακτηριστικά, που σε κανονικές συνθήκες θα εξασθενούσαν όσο περνάνε τα χρόνια, ο Κριστιάνο Ρονάλντο μοιάζει σαν ένας ποδοσφαιρικός Μπέντζαμιν Μπάτον -χώρια της εμπορικής του αξίας-, καθώς είναι το κεντρικό πρόσωπο σε πολλές καμπάνιες της Nike.

Σε τέτοια δίπολα εγώ διάλεγα τον «τρίτο» της κατάταξης. Ο Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς ήταν ένας ποδοσφαιριστής που κανείς δεν τον έβλεπε ως ισάξιο των άλλων δύο, αλλά όταν τους ζητούσα να το τεκμηριώσουν με ποδοσφαιρικούς όρους και στατιστικά, κανείς δε μπορούσε να το κάνει και πάντα αυτό που τον άφηνε πίσω ήταν ότι ο Ζλάταν δεν πανηγύρισε ποτέ του Τσάμπιονς Λιγκ, ένας τίτλος που κατακτιέται συλλογικά.

Ο Ζλάταν και ο Κριστιάνο ήταν και παραμένουν αλαζονικοί ως ποδοσφαιριστές. Η διαφορά του όμως είναι η εξής: Η αλαζονεία του δεύτερου πηγάζει από το σταριλίκι του. Είναι ο παίκτης με τη μεγαλύτερη χρηματιστηριακή αξία σταθερά εδώ και 15 περίπου χρόνια στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, κατακτάει τίτλους, πλέον, μόνο για να ικανοποιήσει το υπερεγώ του και αυτή τη στιγμή στατιστικά κυνηγάει μόνο τον εαυτό του. Η αλαζονεία του Ζλάταν, όμως, είναι άλλου τύπου. Ο Ζλάταν είναι πάντα το κακό παιδί που μας γοητεύει. Ήταν ο Ντίλαν από το Μπέβερλι Χιλς. Τον έβλεπα που μέσα στον αγώνα επιδείκνυε πολλές φορές αντιαθλητική συμπεριφορά και αντί να σκεφτώ ότι πρέπει να του κόψουν τη μπάλα, με συνέπαιρνε ποδοσφαιρικά αυτός ο τσαμπουκάς.

Η συγκεκριμένη συμπεριφορά, όμως, πολλές φορές τρέφεται σαν άμυνα από την ίδια την ψυχολογία. Ο Ζλάταν μεγάλωσε στη Σουηδία, σε μια γειτονιά μεταναστών του Μάλμε. Γιος μεταναστών και ο ίδιος, του Σεφίκ από τη Βοσνία και της Γιούρκα από την Κροατία, οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν πολύ μικρός. Ο Ζλάταν πέρναγε περισσότερο χρόνο με τον πατέρα του, που ανέπτυξε ιδιαίτερη σχέση με το αλκοόλ, και όσο μεγάλωνε οι γονείς έχαναν τον έλεγχο πάνω στον γιο τους, ο οποίος φαινόταν να βαδίζει σε πολύ σκοτεινά μονοπάτια. Βανδαλισμοί και κλοπές αποτελούσαν καθημερινότητα για τον ίδιο και τις παρέες του.

«Αν δε γινόμουν ποδοσφαιριστής το πιο πιθανό είναι να γινόμουν εγκληματίας»

Αυτό θα δηλώσει σε συνέντευξη του, πολλά χρόνια αργότερα. Στο σχολείο του ήταν σχετικά καλός μαθητής, αλλά ο ίδιος το έβλεπε ως ευκαιρία να πηγαίνει για να τρώει, καθώς στο σπίτι του το φαγητό δεν ήταν δεδομένο και κάποια στιγμή θα το παρατήσει. Πριν το ποδόσφαιρο του είχε κλέψει την καρδιά το άθλημα του tae kwon do, στο οποίο κατέχει μαύρη ζώνη. Στις ακαδημίες της Μάλμε όλοι θα μιλάνε για αυτό το εξαιρετικά ταλαντούχο παιδί με την προβληματική συμπεριφορά, που είχε όλα τα προσόντα να γίνει το next big thing του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Εκεί θα κλέψει το ποδήλατο του προπονητή του και κάποια μικρής αξίας αντικείμενα συμπαικτών του. Κάποια στιγμή την ώρα της προπόνησης θα χτυπήσει άσχημα και θα στείλει στο νοσοκομείο έναν συμπαίκτη του, στα 13 του χρόνια. Γονείς των παιδιών θα μαζευτούν στον υπεύθυνο τον ακαδημιών και θα απαιτήσουν να φύγει ο Ζλάταν από την ομάδα. Στα 15 θα πιάσει δουλειά σαν χαμάλης στο λιμάνι. Εκεί ο προπονητής θα πάει να τον βρει και θα τον πείσει να συνεχίσει το ποδόσφαιρο. Το 1996 θα υπογράψει το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο με την Μάλμε, ενώ ένα χρόνο πριν μετακινηθεί στην πρώτη ομάδα ο Αρσέν Βενγκέρ θα τον καλέσει για δοκιμή στην Άρσεναλ, με τον 17χρονο Ζλάταν να λέει στον Αλσατό τεχνικό την ατάκα που θα δώσει δείγμα σχετικά με το τι πρόκειται να ακολουθήσει, αν αυτός ο ποδοσφαιριστής φτάσει την καριέρα που μπορεί:

«Zlatan doesn’t do auditions»

Εκεί που το κάθε 17χρονο παιδί θα έδινε ότι είχε και δεν είχε προκειμένου να περάσει έστω και μια μέρα δοκιμής στις περίφημες ακαδημίες της Άρσεναλ, -με τον μετρ του να βγάζει αστέρια- ο Ζλάταν τον απορρίπτει λέγοντας του πως αν τον θέλει να τον πάρει χωρίς δοκιμή. Η μεταγραφή χαλάει, αλλά στον νεαρό Σουηδό βρίσκεται στραμμένο το βλέμμα μιας άλλης ομάδας, γνωστή για τις ακαδημίες της. Ο Άγιαξ παρακολουθεί στενά την εξέλιξη του Ζλάταν στο Σουηδικό πρωτάθλημα, όπου από το 1999 μέχρι το 2001 έχει ήδη 40 συμμετοχές και 16 γκολ.

Το 2001 ο Άγιαξ (μετά από εισήγηση του τεχνικού διευθυντή Λίο Μπενάκε) θα κάνει το «μπάσιμο» και θα φέρει στο Άμστερνταμ τον νεαρό Ζλάταν. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του, ο Ζλάταν θα συστηθεί στους συμπαίκτες του με την εξής ατάκα: «Εγώ είμαι ο Ζλάταν, εσύ ποιος στο διάολο είσαι;». Στον Άγιαξ προπονητής ήταν ο Κο Αντριάνσεν, που δεν εμπιστευόταν ακόμα πολλά λεπτά συμμετοχής στον νεαρό Σουηδό προτιμώντας τον «δικό» μας, έμπειρο, Νίκο Μαχλά στην κορυφή της επίθεσης. Τον Νοέμβριο του 2001 θα αναλάβει την τεχνική ηγεσία του Αίαντα ο παλιός θρύλος της ομάδας τη δεκαετία του ’70, Ρόναλντ Κούμαν.

Ο Ολλανδός θα εμπιστευτεί τα νεαρά παιδιά της ομάδας, όπως ο Ζλάταν, ο επιθετικός μέσος Ράφαελ Φαν ντερ Φάαρτ και ο Αιγύπτιος Μίντο. Η προσωπικότητα του Ζλάταν ήταν η ίδια με αυτήν του ατίθασου παιδιού από το Μάλμε. Ο Νίκος Μαχλάς πήρε υπό την προστασία του τον Ζλάταν και τον Μίντο, που εκτός ομάδας ήταν κολλητοί, αλλά εντός ομάδας δεν ανέχονταν ο ένας την παρουσία του άλλου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, στο ημίχρονο ενός αγώνα με τη Φέγενορντ, όταν ο Μίντο εκτόξευσε ένα ψαλίδι εναντίον του Ζλάταν και ο Σουηδός γρονθοκόπησε τον Αιγύπτιο στα αποδυτήρια. Μετά το τέλος του αγώνα αγκαλιάστηκαν και γελούσαν με το περιστατικό. Πολλά χρόνια αργότερα ο Έλληνας επιθετικός θα πει σε συνέντευξη του: «Κάποτε καθόμασταν με τον Κίβου και τον Ζλάταν στο καφέ Palladium του Άμστερνταμ. Ο Ζλάταν φορούσε λευκές αθλητικές κάλτσες. Ο Κρίστιαν κι εγώ του είπαμε: ”Ζλάταν, δεν φαίνεσαι σαν άνδρας. Τι νομίζεις ότι πιστεύουν οι Ολλανδέζες για όσους φορούν λευκές αθλητικές κάλτσες; Ποτέ δεν θα βρεις κοπέλα έτσι. Δεν μίλησε, αλλά αργότερα πήγε στην τουαλέτα και επέστρεψε φορώντας μόνο τα παπούτσια του, χωρίς κάλτσες. Έχει και ο Ζλάταν τις ανασφάλειές του. Πολλοί τον θεωρούν αλαζόνα, αλλά αν αυτοαποκαλείται Θεός, είναι κάτι σαν παράσταση».