/Συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Μάτα

Η εξομολόγηση της υπηρέτριας Τσερλίν αποτελεί ένα κομμάτι του κεφαλαίου «Φωνές 1923»,από το βιβλίο του Χέρμαν Μπροχ «οι Αθώοι». Οι ιστορίες των «Αθώων» εξελίσσονται, στη Γερμανία του μεσοπολέμου, στον ιδιωτικό χώρο, καθώς αυτός και μόνο είναι που αφορά τους μικροαστούς που ανέδειξαν τον Χίτλερ. Το σπίτι τους και η οικογένειά τους.Η ιδιοκτησία τους και ότι συμβαίνει εντός αυτής της επικράτειας. Τα υπόλοιπα δεν είναι δική τους δουλειά. Σε αυτή την παράσταση ακούμε μια από τις «αθώες», καθότι πολιτικά αδιάφορες και αμέτοχες, φωνές του αναδυόμενου ναζισμού.

Η Ειρήνη Μελά, η πρωταγωνίστρια του έργου,ζωντανεύει τα πρόσωπα και τις καταστάσεις της ιστορίας και τα ξετυλίγει, μπροστά στα μάτια μας,σε μία ερμηνεία που επιστρατεύει τη φαντασία και το συναίσθημα και σε κρατά καθηλωμένο καθ’όλη τη διάρκεια. Προτείνουμε, λοιπόν, στον καθένα και στην καθεμία να παρακολουθήσει μια παράσταση, η οποία έχει να πει πολλά και σημαντικά. Κάποια, μόνο, από αυτά, τα συζητάμε και εδώ με την Ειρήνη.

Η ιστορία μας ξεκινά με την Τσερλίν να αναρωτιέται «Κοιμάστε;» Είναι αυτή μια ερώτηση που απευθύνεται στην πραγματικότητα και στον θεατή, αποζητώντας την δική του αφύπνιση και προσοχή σε όσα έχει να διηγηθεί η Τσερλίν; Μίλα μας λίγο για την τεχνική της αφήγησης στο έργο. Ποια η αξία της για τον θεατή και ποιες οι προκλήσεις για τον/την ηθοποιό;

Ο Μπροχ σ αυτόν τον μονόλογο, την «Εξομολόγηση της υπηρέτριας Τσερλίν» προσωποποιεί την αστική τάξη στον «φιλοξενούμενο» του σπιτιού. Ο «φιλοξενούμενος», δηλαδή, στον οποίο αφηγείται η Τσερλίν είναι η αστική τάξη. Μια κοιμισμένη αστική τάξη. Οπότε θεωρώ ότι το «κοιμάστε» που απευθύνει στο συγκεκριμένο πρόσωπο, κατά την έναρξη της αφήγησής της, πράγματι, δεν είναι προσωπικό, αλλά συλλογικό. Σαν ηθοποιός, προσωπικά το απευθύνω κοιτώντας το κοινό και το σώμα στραμμένο προς τον «φιλοξενούμενο». Θέλω να συμπεριλάβω και το κοινό σε αυτήν την ερώτηση. Όπως το εκλάβει ο κάθε θεατής. Ένας θεατρικός μονόλογος είναι πάντα δύσκολος. Απαιτεί τεχνικές από τον ηθοποιό και το «είναι» του στο εκατό τοις εκατό κάθε στιγμή, κάθε λεπτό. Η επικοινωνία με τον θεατή είναι το άλφα και το ωμέγα. Πρέπει να έχει την δυνατότητα να επικοινωνεί με τον θεατή σε ό,τι λέει και να περνά με όλα τα «μέσα» που διαθέτει σαν ηθοποιός το κείμενο, τα συναισθήματα, τις καταστάσεις, τις εικόνες. Κάθε θεατρικός μονόλογος έχει πολλές εικόνες και πρόσωπα. Καλείται, λοιπόν, ο ηθοποιός που ερμηνεύει έναν μονόλογο να φτιάχνει μόνος του τις εικόνες και να συνομιλεί με τα πρόσωπα του έργου. Παρ’ όλο που δεν είναι στην σκηνή, είναι στην φαντασία του, θα πρέπει να κάνει τον θεατή να «δει» όλες αυτές τις εικόνες και τα πρόσωπα για τα οποία αφηγείται. Ο θεατής μπαίνει μέσα σε ένα ταξίδι, σε ένα θεατρικό ταξίδι με οδηγό τον ηθοποιό και συνταξιδιώτες την φαντασία του. Η φαντασία του θεατή οδηγείται από τον ηθοποιό και η φαντασία του κάθε θεατή είναι μοναδική. Είναι, για να πω ένα παράδειγμα, σαν να διαβάζουμε ένα βιβλίο. Ο κάθε ένας από μας φτιάχνει τις δικές του εικόνες, αλλά πάντα σε συνεργασία με τον συγγραφέα. Είναι για μένα ως ηθοποιό, ένα «πάρε δώσε» με τον κάθε θεατή. Είναι μαγικό και πολύ δημιουργικό, αν και πολύ δύσκολο.

Αυτή η «ιδιωτική» αθωότητα της Τσερλίν ταυτίζεται με την αθωότητα όλων των μικροαστικών στρωμάτων,που η ανάγκη τους για δικαιοσύνη- ως δικαίωση του εαυτού τους- είναι κίνητρο για να διαπράττουν τα πιο μεγάλα εγκλήματα.Μπορεί η ίδια η αιτιολογία της απόδοσης δικαιοσύνης, η ηθική της και όλα τα άλλα, να είναι τεχνάσματα και να έχει διαπράξει η ίδια κάποια δολοφονία; Η Τσερλίν δικαιώνεται με τον τρόπο της και εξουσιάζει τελικά, με τους δικούς της κανόνες, το σπίτι. Είναι τελικά ο μόνος νόμος που αναγνωρίζει αυτός της εξουσίας της πάνω στους άλλους;

Η Τσερλίν είναι εγκλωβισμένη μέσα στον μικρόκοσμό της. Είναι ένα πλάσμα χωρίς ταξική συνείδηση. Θέλει απλώς να πάρει την θέση της κυρίας της, να γίνει κι αυτή μια κυρία. Η δίψα της για εξουσία είναι τόσο μεγάλη που δεν βλέπει τίποτα άλλο μπροστά της. Βάζει απλώς δικαιολογίες στον εαυτό της. Δικαιολογίες για να μπορέσει τελικά να αντέξει τον εαυτό της, αυτό το τέρας που γίνεται σιγά σιγά. Θεωρώ ότι θα μπορούσε να έχει διαπράξει δολοφονία και μετά να βάλει τις δικαιολογίες που της χρειάζονται για να εθελοτυφλεί. Για να αντέξει κανείς τον εαυτό του όταν γίνεται δυνάστης, φασίστας, τέρας, βάζει δικαιολογίες που τον βολεύουν και φτιάχνει τα δικά του μέτρα και σταθμά. Κρύβεται πίσω από μεγάλες ιδέες όπως η δικαιοσύνη, ο πατριωτισμός, η θρησκεία και κάνει τα εγκλήματά του ανενόχλητος. Ανήκει στην κατηγορία αυτή των ανθρώπων που πολύ εύκολα μετά δηλώνουν «αθώοι» και «έντιμοι» και ποτίζουν το μυαλό τους και την ψυχή τους με δικαιολογίες, για να μπορέσουν να αντέξουν τον ίδιο τους τον εαυτό.

Έχει η Τσερλίν πραγματικές στιγμές αυτοσυνείδησης στη διήγησή της, η οποία γίνεται με το πέρας μιας χρονικής απόστασης από την περίοδο που συνέβησαν τα γεγονότα; Η Τσερλίν μιλά για το αλησμόνητο και μας λέει ότι αυτό είναι μια στιγμή ωριμότητας. Συγκεκριμένα μας λέει πως «αν δεν ήταν η λησμονιά δεν θα βλάσταινε το αλησμόνητο «…» με τη λησμονιά ταΐζουμε το χρόνο, το θάνατο, όμως το αλησμόνητο μας το χαρίζει ο θάνατος, και τη στιγμή που θα το δεχτούμε βρισκόμαστε ακόμη εδώ, αλλά ταυτόχρονα είμαστε κιόλας εκεί, που ο κόσμος χάνεται στα σκοτάδια, γιατί το αλησμόνητο είναι κομμάτι από το μέλλον, εκείνο το κομμάτι αιωνιότητας που μας έχει χαριστεί όσο ζούμε και που κάνει το πέσιμό μας στα σκοτάδια πιο απαλό, σαν να’ταν πέταγμα». Τι μας λέει εδώ η Τσερλίν;

Η Τσερλίν δείχνει, κάποιες στιγμές, μέσα στην αφήγησή της, ότι θα μπορούσε να γίνει ένας άλλος άνθρωπος. Ότι είχε τις προδιαγραφές να γίνει ένας καλύτερος άνθρωπος. Μπορεί να αναλύει τις καταστάσεις και να εμβαθύνει στους άλλους και στην σκέψη τους. Όλο αυτό, όμως, το χρησιμοποιεί πάλι λάθος. Το χρησιμοποιεί προς ίδιον όφελος, με γνώμονα να εξουσιάσει και να ανέβει στην κοινωνική ιεραρχία, μέσα από μικρότητες, κακίες, μίσος και λάθος αντίκρισμα. Η κοινωνική τάξη που της οποίας θέλει να γίνει μέρος είναι μια στείρα, κοιμισμένη και χωρίς κανένα πνευματικό υπόβαθρο τάξη. Αυτό δείχνει να μην την απασχολεί καθόλου και να θέλει να γίνει κυρία στην θέση της κυρίας, απλά και μόνο γιατί νομίζει ότι έτσι θα έχει εξουσία. Ποια εξουσία? Την εξουσία του σπιτιού! Τόσο φτηνό το όραμά της. Αυτό το σπουδαίο απόσπασμα του Μπροχ μέσα στον μονόλογο που αναφέρεις, ο κάθε θεατής, ο κάθε ένας από εμάς θα μπορούσε να το δει σαν απόφθεγμα και οδηγό ζωής. Προσωπικά το ερμηνεύω έτσι: Στην ζωή μας χρειάζεται να πετάξουμε όλα τα άχρηστα, τα ανούσια, τα φτηνά από το μυαλό μας, για να μπορούμε να κρατάμε τα ουσιώδη, τα μεγάλα και τα σημαντικά. Τα σημαντικά και μοναδικά. Αν δεν λησμονήσουμε τα άχρηστα, δεν θα αναδυθούν τα αλησμόνητα και μοναδικά. Εδώ μπαίνει τι είναι σημαντικό και ουσιώδες για τον καθένα μας. Πράγματι, με την λησμονιά ταΐζουμε τον θάνατο. Ό,τι δεν θυμόμαστε και ό,τι δεν μνημονεύουμε σε αυτήν την ζωή, το οδηγούμε σε βέβαιο θάνατο. Το αλησμόνητο μόνο ο θάνατος μας το χαρίζει. Όπως λέει κι ο Μπροχ. Αν αξίζει να γίνουμε αλησμόνητο, γινόμαστε με τον θάνατό μας. Όταν, λοιπόν, δεν μας λησμονούν, παρόλο που έχουμε φύγει από αυτήν την ζωή, είμαστε ακόμα εδώ. Μέσα από την σκέψη και την μαρτυρία αυτών που ζουν. Αλλά, βέβαια, είμαστε και ταυτόχρονα εκεί, που ο κόσμος χάνεται στα σκοτάδια, όπως λέει πάλι ο Μπροχ. Είμαστε εδώ στην σκέψη των ανθρώπων, αλλά είμαστε και εκεί… σε μια άλλη διάσταση, αφού έχουμε φύγει πια από αυτήν εδώ, που ξέρουμε. Μέσα από το αλησμόνητο, λοιπόν, εξακολουθούμε να «ζούμε». Το θέμα εδώ, πάλι, είναι ποιους επιλέγουμε να κάνουμε «αλησμόνητους» και ποιους θέλουμε να εξακολουθούμε να κρατάμε «ζωντανούς». Η Τσερλίν δεν επιλέγει το καλό, αλλά το κακό.

Το κίνητρο των ανθρώπων σήμερα είναι πολλές φορές η εξουσία, το χρήμα, το σεξ. Η ματαιοδοξία πολλές φορές κινεί τις επιλογές μας. Τελικά, όταν ο χρόνος έγινε φωνή και μίλησε στην Τσερλίν, αυτή άκουσε αυτό που θα επιβεβαίωνε την αθωότητά της. Ο χρόνος, στην περίπτωση του μεσοδιαστήματος ανάμεσα στις θηριωδίες του Ναζισμού και στο σήμερα, μπορούμε να πούμε ότι ενδέχεται να παίξει τον ίδιο ρόλο;

Ιδανική κατάσταση θα ήταν η κατάσταση όπου ο άνθρωπος όσο μεγαλώνει, γίνεται πιο σοφός. Αυτό προϋποθέτει να έχει ανοιχτές τις κεραίες της ψυχής του και του νου του. Να έχει επαφή με μεγάλους δημιουργούς, μέσα από τα βιβλία τους και να γυμνάζει την ανθρωπιά του μέσα από το πρίσμα της αγάπης . Η κοινωνία έχει μεγάλη ευθύνη για αυτό. Η παιδεία μιας χώρας μπορεί να δημιουργήσει υγιείς ανθρώπους ή τέρατα. Η Τσερλίν δεν οδηγήθηκε προς μια κάθαρση. Εμμένει στα μικρά και όχι στα μεγάλα. Μένει στα σκοτάδια της και δεν προχωρά προς το φως. Δεν έμαθε τίποτα, δυστυχώς, από την πορεία της σε αυτήν την ζωή. Την έχει τυφλώσει το μίσος, ο πόθος της για εξουσία. Το επικίνδυνο με αυτούς τους τύπους ανθρώπων, όπως η Τσερλίν, είναι ότι αρνούνται να παραδεχθούν πως έκαναν λάθος, πως οι επιλογές τους και οι δράσεις μιας ολόκληρης ζωής ήταν λάθος. Μένουν και υπερασπίζονται, λοιπόν, με νύχια και με δόντια τις πράξεις τους και τις επιλογές τους. Νιώθουν ότι δεν έχουν άλλο δρόμο πια, παρά μόνον αυτόν. Ο χρόνος και οι «σιωπές» του, αλλά και οι «κραυγές» του θα έπρεπε στην σημερινή κοινωνία που ζούμε να μας έχουν «ξεκουφάνει» και να έχουμε μάθει κάτι. Δυστυχώς, ο φασισμός, αυτή η σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου είναι παρούσα. Είναι επικίνδυνη πλευρά και μου προκαλεί ανησυχία. Πρέπει να παλέψουμε πρώτα το τέρας που έχει ο κάθε ένας μέσα του και μετά το μεγάλο τέρας του φασισμού. Αλλά πάλι εδώ θα πω για την παιδεία μας και για την ευθύνη της κοινωνίας και θα καταντήσω γραφική…

Τελικά τι μπορεί να μας προσφέρει το να βάλουμε στο μικροσκόπιο τους μικροαστούς, όπως η Τσερλίν; Ο ίδιος ο Μπροχ λέει πως η επιστήμη εναποθέτει στην τέχνη το αίτημα για μια συνολική θεώρηση, αφού αδυνατεί η ίδια να το κάνει. Επίσης, λέει πως «ο συγκλονισμός που αυτή προκαλεί δεν ξεφεύγει από ένα αισθητικό πλαίσιο και μόνο ο πεπεισμένος είναι αυτός που πείθεται». Και παρόλο που η τέχνη δεν μπορεί να κάνει κάποιον να μετανιώσει, η δύναμή της έγκειται στο ότι μπορεί, μέσω της «παράστασης», να εξαγνίσει-αγγίζοντας το μεταφυσικό-χωρίς να λειτουργεί ως μέσο κηρύγματος ηθικής. Ποια είναι η άποψή σου και τι σημαίνουν όλα αυτά πρακτικά;

Νομίζω ότι ρόλος του ηθοποιού και της τέχνης είναι να μιλά για τα προβλήματα της εποχής του. Να τα παρουσιάζει στον θεατή. Μέσα από μια παράσταση ποτέ δεν ξέρει κανείς τι θα εκλάβει ο κάθε θεατής. Μπορεί να μην κάνει παράδειγμα τον συνειρμό μιας ολόκληρης τάξης (για την οποία μιλά ο Μπροχ), αλλά να βρει κάποιο δικό του κομμάτι εκεί, πάνω στην σκηνή. Να βρει τον «καθρέφτη» του κάπου μέσα στην παράσταση. Ίσως αυτό τον τρομάξει. Ίσως τον προβληματίσει η «εικόνα» του και κάνει κάτι για αυτό. Ποτέ δεν είναι αργά να αλλάξουμε, να διαμορφώσουμε αλλιώς την ζωή μας και τους εαυτούς μας. Ίσα-ίσα που αυτό είναι το ζητούμενο. Όσο μεγαλώνουμε να γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι. Μόνο μέσα από τα λάθη μας γινόμαστε πιο σοφοί και ξέρουμε να ορίζουμε τον βηματισμό μας. Για να αφήσουμε το αποτύπωμα που θέλουμε και που μας αξίζει, αν θέλουμε να λεγόμαστε άνθρωποι.

Κείμενο:Χέρμαν Μπροχ (από το βιβλίο: οι Αθώοι). Μετάφραση: Γιώργος Κόκκινος. Σκηνοθεσία- Κοστούμια: Μαρώ Τριανταφύλλου. Κινησιολογία: Εϋη Τσακλάνου Παίζουν: Ειρήνη Μελά, Αιμιλία Ράπτη. Σκηνικά: Στέλλα Μπαλαγιάννη. Μουσική: Λεωνίδας Μαριδάκης. Φωτισμοί: Σάββας Στρούμπος
STUDIO ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ
Μαυρομιχάλη 134, 210-6453330 (Για κρατήσεις).