Είσαι Θεσσαλονίκη, έχεις ένα τάλιρο στην τσέπη.

Θες να πας κάπου να αράξεις ολο το βράδυ.

Το νέο μαγαζί της πόλης που παίζει κάθε μισή ώρα το “hit” του καλοκαιριού δεν σου λέει απολύτως τίποτα.
Εξάλλου, δεν πολύ γουστάρεις να σκάσεις σε μαγαζί με τύπους που βγαίνουν σέλφι αγκαλιά με μια Belvedere.
Και ενώ σουλατσάρεις λοιπόν στα στενά της πόλης, ακούς κάποιον από την παρέα να προτείνει “Πάμε Ικτίνου”;
Χωρίς να έχεις καλύτερη πρόταση, ακολουθείς.
Καθώς πλησιάζετε στον πεζόδρομο, περιμένεις να δεις σε τι μαγαζί θα αράξετε απόψε.
Ώσπου κάποια στιγμή ένα άτομο από την παρέα θα κάτσει σε ενα παρτέρι και ακολουθούν και οι υπόλοιποι.
«Τι εδώ; Έτσι χύμα στο πάτωμα;»
«Ναι, εδώ» όπως την βγάζουν κάθε βράδυ πολλά άτομα εδώ στο πεζόδρομο, με μια μπίρα απο το περίπτερο και ένα τσιγάρο να γυρίζει.
Κάθεσαι λοιπόν και εσύ περιμένοντας να δεις τι γίνεται εδώ που έχεις έρθει, κοιτάς τριγύρω και βλέπεις κόσμο που σου μοιάζει οικείος.
Ξαφνικά παραδίπλα αράζει εκείνη η τύπισσα που είδες μια φορά στο αμφιθέατρο και δεν την ήξερε κανείς. Μπορεί να βρεις και ένα τσακάλι από το σχολείο που είχες χρόνια να δεις.

Η ώρα περνάει, πολλές παρέες σαν και την δικιά σου έχουν μαζευτεί, κόσμος πάει και έρχεται στον κύκλο της παρέας, ώσπου κάποια στιγμή δεν γνωρίζεις τους μισούς.
Για να πας να πάρεις άλλη μια μπίρα πρέπει να κάνεις ζιγκ ζάγκ ανάμεσα στο κόσμο και τα άδεια τραπεζάκια των γύρω μαγαζιών, που έχουν κάνει κατάληψη στον μισό πεζόδρομο.
Σιγά σιγά ξημερώνει και αναρωτιέσαι πώς ήπιες τόσο με ενα τάληρο, γιατί βρίσκεσαι δύο- τρία παρτέρια παρακάτω και ποια ειναι τα άτομα με τα οποία αράζεις…πού πήγαν αυτοί με τους οποίους ήρθες;
Σηκώνεσαι να φύγεις, κοιτάς τριγύρω και ξέρεις τι θα κάνεις το επόμενο βράδυ που θα βγεις.