/Γράφουν: Βίκυ Τσεφαλά, Κατερίνα Τσατσαρώνη

Ο τουρισμός στην Ελλάδα φέτος ξεπέρασε -λένε- κάθε προηγούμενο. Πάνω από 33 εκατομμύρια τουρίστες επισκέφθηκαν την χώρα μας, κατά την τουριστική σεζόν, πράγμα που φαίνεται ακόμα και κάνοντας μια βόλτα Κυριακή στο κέντρο της Αθήνας ή παίρνοντας το καράβι για κάποιο νησί. Ο τουρισμός, όπως ξέρουμε, αποτελεί, άλλωστε, έναν από τους ισχυρούς πυλώνες της ελληνικής οικονομίας. Αρκετά εκατομμύρια ευρώ εισπράχθηκαν, τόσο ως άμεσες εισπράξεις των επαγγελματιών του τουρισμού, όσο και ως εισφορές αυτών μέσω ΦΠΑ στα δημόσια ταμεία (όταν και όπου κόβονται αποδείξεις βέβαια).

Από την άλλη, όμως, η αλόγιστη και ξαφνική αύξηση της τουριστικής κίνησης προκάλεσε σοβαρά προβλήματα σε μια σειρά από τομείς. Σε τουριστικούς  προορισμούς,  όπως είναι η Κέρκυρα, η παροχή νερού κρατούσε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα μόνο λίγες ώρες την ημέρα,  προκειμένου το νερό να φτάνει για τις μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες και για τα τουριστικά θέρετρα. Η Σαντορίνη αντιμετωπίζει πλέον το φαινόμενο του υπέρ-τουρισμού, η σεζόν κρατάει 8 και 9 μήνες, η ανοικοδόμηση είναι συνεχής, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις τεράστιες και οι υποδομές του νησιού έχουν επιβαρυνθεί υπέρμετρα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί το νησί να διαχειριστεί και να εξυπηρετήσει ταυτόχρονα τουρίστες και ντόπιους. Παράλληλα, οι μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες και τα τουριστικά μαγαζιά συνεχίζουν να απασχολούν -χωρίς ρεπό και ανάπαυση- εργαζόμενους, οι οποίοι μπορεί να δουλεύουν ασταμάτητα ακόμα και 3 ή 4 μήνες.

Την ίδια στιγμή, το airbnb, που έχει γίνει πολύ hot τελευταία, έχει κατακλύσει τη ζωή μας και περιορίζει σημαντικά τις επιλογές στην στέγαση, τόσο στην περιφέρεια, όσο και στα αστικά κέντρα. Στην Αθήνα,  ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα αγοράζονται από μεγάλους κατασκευαστικούς ομίλους, ανακατασκευάζονται και διατίθενται διαμερίσματα ως airbnb, με αποτέλεσμα να είναι απαγορευτικό για έναν φοιτητή, ένα νέο ζευγάρι και γενικά έναν άνθρωπο σαν κι εμάς να βρει και να νοικιάσει σπίτι στο κέντρο της πόλης. Φοιτητές, καθηγητές και γιατροί αδυνατούν να βρουν κατοικία σε τουριστικά μέρη και οι γειτονιές μας αρχίζουν, μέρα με την μέρα, να αλλάζουν φυσιογνωμία. Τα κέντρα των πόλεων αλλάζουν, και οι κάτοικοι αυτών αναγκάζονται να μετακινηθούν μακριά από το κέντρο. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις ενοίκων που «διώχθηκαν» από τα σπίτια τους στο Παγκράτι, το Κουκάκι και το Μεταξουργείο, ώστε αυτά να αποτελέσουν ένα ακόμα τουριστικό κατάλυμα.

Αν είναι όμως στο βωμό της τουριστικής ανάπτυξης να υποβαθμίσουμε όλα τα άλλα, να θυσιάσουμε το περιβάλλον και την φυσιογνωμία των πόλεων, ευχαριστούμε αλλά δεν θα πάρουμε. Αν είναι ο μαζικός τουρισμός που προμοτάρει το τρίπτυχο «sea, sun, sex»και «Acropolis, Mykonos, mousakas» να δημιουργεί τις συνθήκες και να μην αφήνει τις περιοχές και τη νησιά να πάρουν ανάσα, πάλι δεν θα πάρουμε. Τι είδους τουριστική ανάπτυξη, όμως, θέλουμε στα αλήθεια;

Προφανώς και δεν είμαστε ενάντια σε κάθε μορφής τουρισμό. Άλλωστε, τα ταξίδια οξύνουν το μυαλό και το πνεύμα και δημιουργούν νέες εμπειρίες και σκέψεις, μέσα από τις νέες εικόνες και την συναναστροφή με διαφορετικές κουλτούρες και πολιτισμούς. Χρειαζόμαστε, όμως, τόσο ως τουρίστες όσο ως «οικοδεσπότες», πιο ήπιες και εναλλακτικές μορφές τουρισμού, που δεν θα κατασπαταλούν τους φυσικούς πόρους των περιοχών, θα δίνουν την δυνατότητα για δουλειά σε ντόπιο πληθυσμό, θα χρησιμοποιούν τοπικά προϊόντα  και θα αναδεικνύουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής. Δεν μιλάμε, δηλαδή, πλέον για πρότυπα μαζικού τουρισμού. Η τουριστική περίοδος να παραταθεί από 6 στους 12 μήνες, ώστε να μην επιβαρύνονται συγκεκριμένες περιοχές για σύντομο χρονικό διάστημα, και να αναδειχθεί η πολιτιστική και πολιτισμική κληρονομιά κάθε περιοχής. Θα ήταν ωφέλιμο να υπάρχουν μικρές τουριστικές μονάδες, που θα εναρμονίζονται με τα αρχιτεκτονικά πρότυπα της περιοχής και θα προάγουν τον τοπικό τρόπο ζωής, χωρίς να διαταράσσουν το περιβάλλον, την οικονομία και τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας κάθε περιοχής. Για παράδειγμα, δεν θα καταπατώνται παραλίες από μεγάλα ξενοδοχεία, θα χρησιμοποιείται ανθρώπινο δυναμικό από την περιοχή, με συγκεκριμένο ωράριο και αποδοχές, και θα δημιουργούμε εστίες διασκέδασης που δεν θα έρχονται σε αντίθεση με την τοπική καθημερινότητα.

Στο ίδιο μοτίβο, το airbnb θα πρέπει να περιοριστεί και να ανταποκριθεί στην αναγκαιότητα για την οποία δημιουργήθηκε, δίνοντας σε όλους την δυνατότητα να ζήσουν ως «ντόπιοι». Δηλαδή, η διαμονή τους σε ένα σπίτι μέσω της airbnb να καλύπτει όντως τους στόχους του να μείνουν σε μια γειτονιά π.χ των Χανίων και αν δουν πως ζουν καθημερινά οι κάτοικοι εκεί, δημιουργώντας και συνθήκες ενδογενούς ανάπτυξης. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες για το πόσα, πώς και πόσο ένα σπίτι θα μπορεί να διατίθεται σε τουριστικές πλατφόρμες.

Ας μην δαιμονοποιήσουμε, όμως, τον τουρισμό και την ανταλλαγή εμπειριών. Ας προσπαθήσουμε να επιλέξουμε πρότυπα ηπιότερης τουριστικής ανάπτυξης, με έμφαση στην τοπικότητα, τον γηγενή πληθυσμό και τον σεβασμό στο περιβάλλον, ώστε να προσκομίσουμε περισσότερα οφέλη, τόσο ως «οικοδεσπότες», όσο και ως «φιλοφενούμενοι».