/Της Ρίας Χριστοπούλου

Αν μπορούσαμε να περιγράψουμε με μία λέξη την υλική πραγματικότητα και την επικρατούσα ιδεολογία της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, αυτή θα ήταν ‘‘επιζών’’ ή αγγλιστί ‘‘survivor’’.

Το θέμα του συγκεκριμένου τηλεριάλιτι έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις: γυρνάς με το λεωφορείο από τη γαλέρα που δουλεύεις για τρία ευρώ μικτά την ώρα και ακούς παππούδες, παιδιά, σκυλιά να σχολιάζουν το τελευταίο επεισόδιο. Είσαι στην ουρά του super market για να αγοράσεις το τελευταίο σαμπουάν σε προσφορά, και όλοι γύρω σου αναλύουν με τρομερή σοβαρότητα τις εξελίξεις. Είναι εκπληκτικό το πώς ένα τηλεπαιχνίδι, που έχει χωρίσει τους παίκτες σε διάσημους και μη -διαχωρίζοντας ανάλογα και τις αμοιβές τους- έχει διεισδύσει τόσο βαθιά και αποτελεσματικά στη συνείδηση του κόσμου. Ας δούμε, όμως, λίγο βαθύτερα το φαινόμενο Survivor.

Το πρώτο στοιχείο που παρατηρεί κανείς είναι, βέβαια, το ανταγωνιστικό πρότυπο που προάγει το παιχνίδι. Παρά την αρχική εικόνα, ο ομαδικός χαρακτήρας φθίνει συνεχώς, ενώ ενισχύεται συνειδητά ο ατομικός χαρακτήρας. Η συνταγή είναι απλή και δοκιμασμένη: αφήνεις τους παίκτες να λιμοκτονούν για μέρες, μετά τους δείχνεις ένα παστέλι ή λίγο ρύζι, και αυτοί είναι πια διατεθειμένοι να περάσουν οποιαδήποτε δοκιμασία, εξευτελίζοντας τον εαυτό τους, προκειμένου, όχι μόνο να φάνε, αλλά να στερήσουν το φαγητό από τους αντιπάλους τους. O ανταγωνισμός, φυσικά, δεν περιορίζεται μόνο ανάμεσα στις δύο αντίπαλες ομάδες, αλλά γρήγορα επεκτείνεται και μεταξύ των συμπαικτών. Όταν ξυπνά το ένστικτο της επιβίωσης, έννοιες όπως ομαδικότητα, ευγενής άμιλλα και αλληλεγγύη περνάνε σε δεύτερη μοίρα. Ενώ, αρχικά, όλοι είναι συμπαθητικοί και αγαπημένοι, μετά από μόλις δύο επεισόδια, καταλήγουν να τσακώνονται για μία πατάτα 200 γραμμαρίων ή για μία κουβέρτα.

Ο κανιβαλισμός, όμως, δε σταματάει εκεί. Η παραγωγή του παιχνιδιού προσπαθεί να εμπορευματοποιήσει, κυριολεκτικά, κάθε στοιχείο που σχετίζεται, έστω και ελάχιστα, με το παιχνίδι. Σε αυτό το πλαίσιο, η εκπομπή δε χάνει ευκαιρία να συνοδεύει όλα τα έπαθλα με μακροσκελείς διαφημίσεις των χορηγών. Πολύ περισσότερο, ακόμη και η λαχτάρα των παικτών να αντικρίσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, αφού τους βλέπουμε να κλαίνε και να οδύρονται μπροστά σε μια οθόνη, τη στιγμή που εμείς κουνάμε συμπονετικά το κεφάλι, με το ένα χέρι στα ποπ κορν και το άλλο στο κινητό, για να ψηφίσουμε αυτόν που υποστηρίζουμε, με τα λεφτά που δεν έχουμε.

Ας το παραδεχτούμε. Όλοι και όλες έχουμε δει έστω και μερικά λεπτά από αυτή την τηλεοπτική τρασίλα. Είτε από περιέργεια είτε επειδή βαρεθήκαμε τις επαναλήψεις από τα ‘‘Φιλαράκια’’ είτε εξαιτίας της ανάγκης να νομίζουμε ότι άλλοι άνθρωποι περνάνε πιο δύσκολα από εμάς. Μέσα στην εργασιακή ζούγκλα και την οικονομική ασφυξία που αντιμετωπίζει η πλειοψηφία των πολιτών, πάντα θα υπάρχει χρόνος να παρακολουθήσουμε από την κλειδαρότρυπα τις ζωές κάποιων άλλων survivors. Θα πρέπει, όμως, να είναι ξεκάθαρο στο κεφάλι μας πως ο πραγματικός αγώνας επιβίωσης δίνεται στην καθημερινή ζωή και όχι στις εξωτικές παραλίες του Αγίου Δομίνικου, με αμοιβές χιλιάδων ευρώ ανά βδομάδα.