/του Γιάννη Σώζου

Η πανδημία ανέδειξε με τον καλύτερο τρόπο πως το αφήγημα του αόρατου χεριού, όχι μόνο ήταν αστείο, αλλά και επικίνδυνο. Αρκεί να αντιληφθεί κανείς πως θα λειτουργούσε η αγορά εν μέσω πανδημίας αν την αφήναμε ελεύθερη να χορεύει στους ρυθμούς του αόρατου χεριού, που πλέον μοιάζει κουλό. Ο νόμος του χάους ταιριάζει στην εποχή μας. Από την πεταλούδα του Χονκ Χονκ, περάσαμε στη νυχτερίδα της Γιου Χαν που διέλυσε πλήρως το νεοφιλελεύθερο αφήγημα.

Η «ευέλικτη απασχόληση» είναι μια έννοια που έχει μπει στη ζωή μας εδώ και πολλά χρόνια. Το ζήτημα τίθεται υπό την οπτική της ανταγωνιστικότητας, μιας και η παγκοσμιοποίηση της αγοράς και του χρήματος, αλλά και η απότομη και διαρκώς εντεινόμενη τεχνολογική εξέλιξη, εξέθεσε τις επιχειρήσεις σε υψηλότερο επίπεδο ανταγωνισμού, αλλά έθεσε και το ζήτημα αναδιοργάνωσης των αγορών εργασίας.

Πολλοί θεωρούν την ευελιξία ως απαραίτητη αλλαγή, ώστε οι επιχειρήσεις να είναι ικανές να προσαρμόζονται στις οικονομικές αλλαγές, τα λεγόμενα σοκ, αλλά και να καταπολεμηθεί η ανεργία (Πισσαρίδης, 2008). Για να εισέλθουν οι ευέλικτες μορφές θα πρέπει να βγουν εκτός κάποια εμπόδια, θεσμοί ή ωφέλιμες ακαμψίες που παρεμβάλλονται μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων, όπως λ.χ. συλλογικές συμβάσεις. Στην Ελλάδα, το 2010-2012 αυξήθηκαν κατά 430% οι συμφωνίες σε επίπεδο επιχείρησης, ενώ μειώθηκαν κατά 40% οι συλλογικές. Η απευθείας διαπραγμάτευση εργοδότη – εργαζόμενου είναι αντιληπτό πως δεν γίνεται με ίσους όρους.

Το νομοσχέδιο Χατζηδάκη που δειλά και έντεχνα εισάγεται με διαρροές του ίδιου του Υπουργείου όλο και πιο πολύ στη δημόσια σφαίρα, επιμένει σε περισσότερη ευελιξία. Φέρνει, παράλληλα, όπως μας διαβεβαιώνει, ισορροπία στη ζωή των εργαζομένων. Οι επιχειρήσεις θα μπορούν να διαχειρίζονται καλύτερα το χρόνο των εργαζομένων ανάλογα με τον φόρτο εργασίας και οι εργαζόμενοι να διευθετούν καλύτερα το χρόνο και τις υποχρεώσεις τους. Ακούγεται αντιφατικό, αλλά κάπως πρέπει να πεις ότι όλοι βγαίνουν ευχαριστημένοι.

Τη στιγμή που σε μεγάλο βαθμό η εργατική νομοθεσία δεν τηρείται, ένα Υπ. Εργασίας θα έπρεπε να προσπαθεί να δημιουργήσει καλύτερη ισορροπία πρωτίστως εντός του εργασιακού περιβάλλοντος. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε ισχυρούς ελεγκτικούς μηχανισμούς, αλλά από τη στιγμή που η ΝΔ ανήλθε στα κυβερνητικά έδρανα βάλθηκε να αποσαρθρώσει πλήρως την Επιθεώρηση Εργασίας. Οι πάσης φύσεως νόμοι δεν έχουν καμιά ουσιαστική ισχύ αν δεν συνοδεύονται από ισχυρούς μηχανισμούς εποπτείας. Άρα, εξαρχής, η όλη προσέγγιση της εργασίας χωλαίνει.

Το νόμιμο ωράριο (8 ώρες) κερδήθηκε διαχρονικά ως ένα πάγιο αίτημα της εργατικής τάξης. Κάθε ώρα περισσότερης καταπόνησης θα πρέπει να πληρώνεται παραπάνω διότι ο εργαζόμενος καταπονείται περισσότερο. Ως αστείο ακούγεται πως εργοδότης και εργαζόμενος θα συμφωνούν σε υπερωρίες και ρεπό, τη στιγμή που όλοι μας γνωρίζουμε τι συμβαίνει στους χώρους εργασίας. Μια καμαριέρα, μιας και γνωρίζω τα του τουρισμού καλά, πώς θα μπορούσε να φύγει νωρίτερα από μια βάρδια τη στιγμή που οι δουλειές της είναι συνεχείς και προγραμματισμένες;

Δυστυχώς, το Υπ. Εργασίας αντί να πολεμήσει το πρόβλημα των παραβατικών συμπεριφορών αναφορικά με την εργατική νομοθεσία, έρχεται να το νομιμοποιήσει. Για πολλές επιχειρήσεις η πρακτική αυτή είναι πάγια, αν και κατά τα προηγούμενα έτη αρκετοί μαζεύτηκαν. Δεν μπορεί ο εργαζόμενος να περιμένει την καλοσύνη ενός εργοδότη. Το κράτος παρεμβάλλεται και πρέπει να παρεμβάλλεται ακριβώς γιατί η αγορά δεν μπορεί να είναι τέλεια. Ρόλος του είναι η ισορροπία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, με ενίσχυση του τελευταίου που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση. Το ερώτημα που γεννάται είναι καίριο. Αυτοί που νομοθετούν, έχουν εργαστεί ποτέ τους;