/της Αδαμαντίας Αρανίτη
 
Η καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου για τον βιασμό της από παράγοντα της Ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας μπήκε στο αρχείο λόγω παραγραφής. Γεγονός που από μόνο του αποτελεί ένα βήμα πίσω, ή ένα άλμα προς την εποχή που το κυνήγι μαγισσών ήταν καθημερινότητα. Το γεγονός αυτό έχει σταθεί η αφορμή να ξεκινήσει ένα κύμα καταγγελιών σεξουαλικής κακοποίησης. Κι αν η φουρτούνα των καταγγελιών γίνεται προσπάθεια να κοπάσει και να γίνει η θάλασσα των περιστατικών κακοποίησης “λάδι”, η τόλμη των θυμάτων αποδεικνύεται πιο ισχυρή από τον τραμπουκισμό και τον εκβιασμό των θυτών. Μετά τον βιασμό εντεκάχρονης από τον προπονητή της, κι άλλες αθλήτριες και αθλητές κινήθηκαν νομικά εναντίον των βιαστών τους. Τις τελευταίες μέρες, αν όχι εβδομάδες, βγαίνουν στο φως κατεγγελίες από το χώρο του θεάματος.
 
Στην περίπτωση του τελευταίου, οι θύτες έλαχε στο φιλοθεάμον κοινό να είναι τα είδωλα του θεάτρου και της τηλεόρασης. Πρωταγωνιστές αγαπημένοι στο κοινό, στις εκπομπές και τα περιοδικά, κακοποιούν συστηματικά συναδέλφους τους. Είτε εκμεταλλευόμενοι τη θέση ισχύος του θιασάρχη, είτε υποσχόμενοι ρόλο πρωταγωνιστικό ή τη διατήρηση του υπάρχοντος ρόλου. Λεκτική κακοποίηση, κλωτσιές και βιασμός με σίδερο του μονόζυγου, είναι μόλις ελάχιστα περιστατικά που αφορούν μόλις τρεις διαφορετικούς θύτες. Πόσα όμως θύματα; Πόσα ακόμα δε γνωρίζουμε; Πόσο δύσκολο είναι να βγει κάποιος και να παραδεχτεί πως βιάστηκε; Φοβούμενος να λάβει ως αντίδραση την χλεύη, σχόλια περί ύπαρξης ταλέντου ή μη, και κυρίως “γιατί τα λέτε τώρα;”.
 
Το θύμα δηλαδή όχι μόνο κατηγορείται, αλλά οφείλει και στον λάτρη της κλειδαρότρυπας εξηγήσεις. Γιατί θυμάται τώρα, σήμερα, ένα γεγονός που στιγμάτισε την ψυχή του ατόμου για μια ζωή; Γιατί δεν ξεχνάει την κακοποίηση από ανώτερο την ώρα που προσπαθεί να εργαστεί; Γιατί δεν προσπέρασε το γεγονός ότι κάποιος αγγίζει ή φιλάει ή χαϊδεύει εν ώρα εργασίας χωρίς το θύμα να θέλει; Μάλλον γιατί για καιρό δε θα μπορούσε να κλείσει μάτι. Μάλλον γιατί η επαγγελματική σταδιοδρομία κρινόταν από τις ορέξεις ενός ατόμου διεστραμμένου. Κι ας αφήσουμε στην ησυχία τους τις ψυχικές ασθένειες. Οι ψυχικά ασθενείς άνθρωποι είναι ως επί το πλείστον επικίνδυνοι για τον εαυτό τους. Οι θύτες δεν είναι κατά κύριο λόγο ασθενείς. Είναι εγκληματίες. Το να χρησιμοποιείς ανθρώπους σαν σεξουαλικά αντικείμενα χωρίς τη συγκατάθεσή τους είναι έγκλημα.
 
Οι δράστες έχουν πλήρη επίγνωση της θέσης εξουσίας τους ως βιαστές, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη κάποιας ψυχικής ασθένειας. Ακόμα και οι άσημοι, οι ανώνυμοι, οι «δράκοι» των πρωτοσέλιδων. Παίρνουν από τη σεξουαλική πράξη και την επιβολή της την ικανοποίηση πως εξουσιάζουν πλήρως το θύμα. Πως το θύμα είναι ένα αντικείμενο που υπακούει τυφλά στις ορέξεις τους. Κι αν αυτό αποδίδεται στα «ένστικτα» που αποκομμένα από τη λογική κάνουν τον δράστη υποχείριό τους, να θυμηθούμε πως αυτό ακριβώς μας διαχωρίζει από τα κτήνη.