/της Νεφέλης Ραψομανίκη

Το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μ. Χρυσοχοΐδης δήλωνε πως δεν απαγορεύτηκαν οι πολιτικές εκδηλώσεις αλλά οι πορείες και οι συναθροίσεις που αφορούσαν εκείνη την ημέρα. Συμπληρώνει μάλιστα πως αυτή η απόφαση λήφθηκε «στα όρια της ανοχής στο πλαίσιο της Δημοκρατίας και της συνεννόησης». Η συγκεκριμένη διευκρίνηση θεωρήθηκε αναγκαία μιας και έγινε υπό το φως της απαγόρευσης των συναθροίσεων άνω των τριών ατόμων από τον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας στις 13/11. Μια απαγόρευση που έπαψε η ισχύς της το βράδυ της 18ης Νοέμβρη.

Μόλις μια εβδομάδα μετά την λήξη της αντιδημοκρατικής, που μόνο τις χειρότερες μέρες της Ελληνικής ιστορίας θυμίζει, απαγόρευσης συναθροίσεων, η ανοχή, η δημοκρατία και η συνεννόηση στέρεψαν. Και κατά πως φαίνεται στέρεψε και η ανάγκη νομικής τεκμηρίωσης των πράξεων της ΕΛ.ΑΣ.. Η απαγόρευση των συναθροίσεων έχει πάψει και συνεπώς η επιλογή της προσαγωγής και σύλληψης των  9 γυναικών που επιχείρησαν να ανοίξουν πανό μπροστά από τη Βουλή και να διαμαρτυρηθούν για την βία κατά των γυναικών την Παγκόσμια Ημέρα κατά τη βία των γυναικών στερείται λογικής ή όποιου άλλου ερείσματος. Σε αυτές τις εννιά συλλήψεις προστέθηκαν άλλες δύο στην οδό Περικλέους, ενός άντρα και μιας γυναίκες που συμμετείχαν σε παράλληλη δράση, αποκλειόμενοι από την πλατεία Συντάγματος. Ήδη από τα έδρανα της βουλής έγινε λόγος τόσο  για καταπάτηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι (Χ. Σπίρτζης) και όσο και για τον εάν υπάρχει νομική βάση για τις συγκεκριμένες συλλήψεις (Ν. Βούτσης).

Το αυταρχικό και εκδικητικό πρόσωπο της καταστολής εξάντλησε την αυστηρότητα και τα όρια του πάνω σε γυναίκες που οργανωμένα και με αυτοπροστασία επέλεξαν να εκφράσουν την πολιτική τους διαμαρτυρία για ένα φαινόμενο που αφορά άμεσα τις ίδιες και που εκείνη την ώρα συζητιόταν μέσα στην Βουλή, την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών. Η πολιτική διαμαρτυρία αυτών των γυναικών, την Παγκόσμια Ημέρα Εξάλειψης της Βίας κατά των Γυναικών, μάλλον δεν εντάσσεται στα πλαίσια ανοχής του Μ. Χρυσοχοΐδη. Φαίνεται πως ο Μ. Χρυσοχοΐδης θέλει να μιλά για την βία κατά των γυναικών, να μιλά για τις γυναίκες, να μιλά για τα δικαιώματα τους, να μιλά γι’ αυτές χωρίς αυτές. Χωρίς οι ίδιες να έχουμε λόγο, υπόσταση, παρουσία, δικαιώματα που κατά τα άλλα προστατεύονται από το Σύνταγμα. Επίσης φαίνεται πως ανοχή στις πολιτικές εκδηλώσεις και τα δημοκρατικά δικαιώματα δείχνει ο κ. Χρυσοχοΐδης μόνο όταν δεν τον «παίρνει» να πράξει διαφορετικά. Και προφανώς έκρινε πως τον «έπαιρνε» να πράξει κατά πως το επέλεξε απέναντι στις/ους 14 διαδηλώτριες/τες. Όποια μέρα και να ήταν, η συγκεκριμένη αστυνομική αυθαιρεσία θα ήταν καταδικαστέα και θα έμοιαζε με απόπειρα τρομοκράτησης. Τρομοκράτησης όχι μόνο των γυναικών αλλά όλων όσων επιλέγουν να ασκήσουν τα δημοκρατικά τους δικαιώματα, ώστε να επιβεβαιώνεται στην πράξη το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας. Πάντα με μέτρα προφύλαξης για την πανδημία.

Όμως χτες ήταν μια συγκεκριμένη μέρα. Μια μέρα κατά την οποία  εξαναγκάστηκε ακόμα η  ΕΛ.ΑΣ, εξ ονόματι της κ. Ροτζιώκου, να αναγνωρίσει πως «γυναίκες δεν είναι αντικείμενα, αλλά ανθρώπινες οντότητες με δικαιώματα, άποψη, θέλω, πιστεύω. Έχουν φωνή». Όσο ντροπιαστική και να είναι αυτή η δήλωση εν έτη 2020, ακόμα και αυτή ακυρώθηκε στην πράξη. Οι γυναίκες δεν έχουν φωνή για την ΕΛ.ΑΣ, ούτε καν στις 25 του Νοέμβρη.

Η κυβέρνηση όμως εξάντλησε, πέραν της αυστηρότητας της, και την υποκρισία της. Πρώτον γιατί καμία υγειονομική βόμβα δεν δύναται να συνιστούν οι γυναίκες που επιχείρησαν την συμβολική διαμαρτυρία του ανοίγματος πανό μπροστά στην Βουλή, πάντα τηρώντας τα επιβαλλόμενα υγειονομικά μέτρα, όπως αποδεικνύει το φωτογραφικό υλικό αλλά και οι μαρτυρίες. Αντίθετα, η υγεία των ιδίων τέθηκε σε κίνδυνο από τον έλεγχο και την προσαγωγή τους έως την απελευθέρωση τους. Ούτως η άλλως το προκάλυμμα του επιδημιολογικού κινδύνου για την άμετρη και αυταρχική καταστολή έχει εκπέσει καιρό τώρα. Η κυβερνητική πολιτική που αφορά στη διαχείριση της πανδημίας συνιστά μεγαλύτερο κίνδυνο για την δημόσια υγεία από ότι οι πολιτικές εκδηλώσεις ή οι συλλογικές διαμαρτυρίες όταν τηρούνται τα μέτρα προστασίας για τους εξωτερικούς χώρους.

Δεύτερον, διότι την ίδια μέρα που ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μ. Χρυσοχοΐδης καταδίκαζε την βία κατά των γυναικών ως «σημάδι πολιτισμικής προϊστορίας, όπως η δουλεία», κατέστειλε μια πολιτική δράση για την υπεράσπιση των γυναικείων δικαιωμάτων και τις διαδηλώτριες τις συνέλαβε. Είναι να απορεί κανείς πως δεν τις πέρασαν χειροπέδες όπως στους θεσσαλονικείς διαδηλωτές της 17ης Νοέμβρη. Μάλλον για την αποφυγή του συνειρμού αυτού γλίτωσαν οι γυναίκες τις χειροπέδες.

Μάλιστα, λίγες ώρες με την καταστολή των συμβολικών διαμαρτυριών, η πρόσοψη της Βουλής συμβολικά φωταγωγήθηκε με το σύνθημα «Όχι στην βία», πράξη της Βουλής για την ενίσχυση των δράσεων που έχει αναλάβει η Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής  και  Ισότητας των Φύλων και που συμβολίζει τον «διαρκή αγώνα για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών». Είναι γνωστός ο «διαρκής αγώνας» της Νέας Δημοκρατίας για την εξάλειψη των έμφυλων ανισοτήτων και εγκλημάτων. Μια από τις πρώτες πράξεις αυτού του «αγώνα» ήταν ο μετασχηματισμός της Γενικής Γραμματείας Ισότητας Φύλων σε Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας Φύλων, λες και η πολιτική για τη γυναίκα δεν μπορεί να ξεφεύγει του οικογενειακού πλαισίου. Μάλιστα η αγωνιστική αυτή πράξη απέδωσε σύντομα και καρπούς. Η Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας Φύλων προέβαλε την Μ. Θάτσερ ως γυναικείο πρότυπο.

Η «αγωνιστική δράση» όμως της Νέας Δημοκρατίας για την ισότητα των φύλων και την πάταξη των έμφυλων εγκλημάτων έγινε και μέσω  Twitter. Τόσο  Κ. Μπογδάνος όσο ο Θ. Πλεύρης (μάλιστα ο τελευταίος τοποθετήθηκε «συμβολικά» στις 24/ 11) επιχειρηματολόγησαν ενάντια στον όρο «γυναικοκτονία». Εναντιώθηκαν με «νομικά» επιχειρήματα (ανυπόστατος όρος κατά το ποινικό δίκαιο) και σοφιστείες (επιτελείται «γλωσσικός απανθρωπισμός της γυναίκας» εξαιτίας της διάκρισης των γυναικοκτονιών από τις ανθρωποκτονίες) σε μια από τις κεφαλαιότερες διεκδικήσεις του φεμινιστικού κινήματος. Στην αναγνώριση και τον ορισμό των εγκλημάτων που εκπορεύονται των έμφυλων ανισοτήτων.

Δεν περιμέναμε κάτι καλύτερο. Η όλη στάση της κυβέρνησης και των βουλευτών της είναι και συνεπής και αναμενόμενη. Έπρεπε να είναι αναμενόμενη τόσο από τον ιδεολογικό-πολιτικό πυρήνα της όσο και από την ποσόστωση των γυναικών σε θέσεις εξουσίας. Επίσης αναμενόμενη έπρεπε να είναι και η υποκρισία της. Λαμβάνοντας υπόψη τον Δείκτη Ισότητας των Φύλων για το 2019 που δημοσίευσε το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων (EIGE), η Ελλάδα βρίσκεται στη τελευταία θέση. Αυτό και μόνο καθιστά τη διγλωσσία της κυβέρνησης αναγκαία.

Και ενώ επίσημα η κυβέρνηση αναγκάζεται να παρουσιάζεται ως υπέρμαχος της ισότητας των φύλων (πράγμα που δεν έφερε εις πέρας με επιτυχία ούτε στο εξωτερικό μιας και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως «Ο Μητσοτάκης εξηγεί στο BBC γιατί υπάρχουν μόνο πέντε γυναίκες στην κυβέρνηση»), το αντιδημοκρατικό της πρόσωπο αποκαλύπτεται ξανά.

Ήδη από τις 13 του μήνα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου.  «Η πανδημία δεν πρέπει να θέσει σε κίνδυνο τις ευρωπαϊκές αξίες και τη δημοκρατική διακυβέρνηση». Πέραν των άλλων διατύπωσε ρητώς πως «δεν πρέπει να χρησιμοποιείται η απαγόρευση διαδηλώσεων για να εγκρίνονται αμφιλεγόμενα μέτρα» και πρέπει «να διαφυλαχθούν τα δικαιώματα όλων, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών, των ΛΟΑΤΚΙ, των προσφύγων και των κρατουμένων».

Καμία διγλωσσία της Κυβέρνησης δεν μπορεί να αποσιωπήσει αυτό που συνέβη στις 25 του Νοέμβρη. Καμία «συγγνώμη» του κ. Χρυσοχοΐδη. Δύο μέρες μετά τις συλλήψεις, και εξαναγκαζόμενος από τις ισχυρές αντιδράσεις για το συμβάν, ο Μ. Χρυσοχοΐδης ζητά συγγνώμη μονάχα από τις γυναίκες συλληφθείσες χαρακτηρίζοντας τις συλλήψεις τους ως «υπερβολικές». Ο χαρακτηρισμός «υπερβολή» για την αστυνομική αυθαιρεσία, καταστολή και καταπάτηση των δικαιωμάτων αυτών των διαδηλωτριών/ων μοιάζει περισσότερο με εμπαιγμός. Ειδικά εάν η απολογία δεν οδηγήσει σε απόσυρση των κατηγόριων και των προστίμων. Έχουν ήδη  περάσει πέντε μέρες από εκείνη τη «συγγνώμη» και πράξεις δεν έχουμε δει. Μόνο λόγια, κενά λόγια.