/ του Martin Lukacs

Σταμάτα να είσαι εμμονικός με το πόσο «πράσινα» ζεις – και ξεκίνα να αντιμετωπίζεις την εξουσία των εταιρειών.

Θα συμβούλευες κάποιον να ανεμίζει πετσέτες σε ένα φλεγόμενο σπίτι; Να φέρει μία μυγοσκοτώστρα σε μία μάχη με όπλα; Κι όμως, οι συμβουλές που ακούμε για την κλιματική αλλαγή δεν θα μπορούσαν να είναι περισσότερο εκτός τόπου σε σχέση με τη φύση της κρίσης που αντιμετωπίζουμε.

Ένα μήνυμα στον υπολογιστή μου την περασμένη εβδομάδα περιλάμβανε τριάντα προτάσεις για να «πρασινίσω» το γραφείο μου: να πάρω επαναχρησιμοποιούμενα στυλό, να βάψω τους τοίχους με ανοιχτά χρώματα, να σταματήσω να χρησιμοποιώ το ασανσέρ.

Πίσω στο σπίτι μου, έχοντας ανεβεί ασθμαίνοντας τις σκάλες, μπορούσα να συνεχίσω με τις υπόλοιπες επιλογές μου: να αλλάξω τους λαμπτήρες, να πάρω τοπικά λαχανικά, να αγοράσω οικολογικές ηλεκτρικές συσκευές, να τοποθετήσω ένα ηλιακό στη σκεπή μου.

Και μια μελέτη που δημοσιεύτηκε την Πέμπτη υποστήριζε ότι ανακάλυψε τον καλύτερο τρόπο για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής: θα μπορούσα να ορκιστώ ότι δεν θα κάνω ποτέ παιδί.

Αυτές οι διαδεδομένες προτροπές για ατομική δράση – σε διαφημίσεις εταιρειών, σχολικά βιβλία και στις καμπάνιες μεγάλων περιβαλλοντικών ομάδων, ειδικά στη Δύση – μοιάζουν τόσο φυσικές όσο και ο αέρας που αναπνέουμε. Αλλά δεν θα μπορούσαμε να έχουμε εξαπατηθεί χειρότερα.

Ενώ τρέχουμε να «πρασινίσουμε» τις προσωπικές μας ζωές, οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων καθιστούν αυτές τις προσπάθειες άχρηστες. Η κατανομή των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από το 1988; Μόνο εκατό εταιρείες ευθύνονται για ένα εκπληκτικό 71%. Εσύ ασχολείσαι με εκείνα τα στυλό ή το ηλιακό και αυτοί συνεχίζουν να πυρπολούν τον πλανήτη.

Η ελευθερία αυτών των εταιρειών να μολύνουν – και η εμμονή σε μία ισχνή απόκριση επιπέδου lifestyle – δεν είναι τυχαίες. Είναι το αποτέλεσμα ενός ιδεολογικού πολέμου, που μαίνεται τα τελευταία 40 χρόνια, ενάντια στην πιθανότητα συλλογικής δράσης. Παρουσιάζει καταστροφική επιτυχία, αλλά δεν είναι αργά για να τον ανατρέψουμε.

Το πολιτικό σχέδιο του νεοφιλελευθερισμού, που αναδείχθηκε από τη Θάτσερ και τον Ρέιγκαν, έχει επιδιώξει δύο κύριους στόχους. Ο πρώτος ήταν να διαλύσει τα όποια εμπόδια υπήρχαν για την ανεξέλεγκτη άσκηση ιδιωτικής εξουσίας. Και το δεύτερο να δημιουργήσει εμπόδια απέναντι στην άσκηση οποιασδήποτε δημοκρατικής βούλησης.

Οι πολιτικές σήμα κατατεθέν του, της ιδιωτικοποίησης, της απορρύθμισης, των φορολογικών περικοπών και των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου, έχουν επιτρέψει στις εταιρείες να συγκεντρώνουν τεράστια κέρδη, να αντιμετωπίζουν την ατμόσφαιρα σαν αποχέτευση και να εμποδίζουν την ικανότητά μας, μέσω του κράτους, να σχεδιάσουμε τη συλλογική μας ευημερία.

Οτιδήποτε προσομοιάζει σε συλλογικό έλεγχο απέναντι στην εταιρική εξουσία έχει γίνει ο στόχος των ελίτ: η άσκηση πίεσης και οι εταιρικές δωρεές, που αποδυναμώνουν τις δημοκρατίες, εμποδίζουν την εφαρμογή πράσινων πολιτικών και διατηρούν τις επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων. Και τα δικαιώματα ενώσεων όπως είναι τα συνδικάτα, το πιο αποτελεσματικό μέσο των εργατών για να ασκούν εξουσία μαζί, έχουν υποτιμηθεί όσο και όπου ήταν δυνατό.

Ακριβώς τη στιγμή όπου η κλιματική αλλαγή απαιτεί μία πρωτοφανή συλλογική και δημόσια απόκριση, η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία την εμποδίζει. Αυτό είναι και ο λόγος που αν θέλουμε να μειώσουμε γρήγορα τις εκπομπές αερίων, πρέπει να εγκαταλείψουμε όλα τα μάντρα της ελεύθερης αγοράς: να πάρουμε πίσω, υπό δημόσιο έλεγχο, σιδηροδρόμους και υπηρεσίες κοινής ωφελείας και δίκτυα διανομής ενέργειας, να ασκήσουμε ρυθμιστικό έλεγχο στις εταιρείες ώστε να καταργήσουν σταδιακά τα ορυκτά καύσιμα, και να αυξήσουμε τους φόρους ώστε να πληρώσουμε για τεράστιες επενδύσεις σε υποδομές για την κλιματική αλλαγή και για την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας – ώστε να μπορούν όλοι να έχουν ηλιακά στη στέγη τους, όχι μόνο όσοι δύνανται να καλύψουν το κόστος.

Ο νεοφιλελευθερισμός δεν έχει απλά εξασφαλίσει ότι αυτή η ατζέντα είναι πολιτικά μη ρεαλιστική: έχει προσπαθήσει να την καταστήσει πολιτιστικά αδιανόητη. Η πανηγυρική υποστήριξη του ανταγωνιστικού συμφέροντος και ο υπέρ-ατομικισμός, ο στιγματισμός της συμπόνιας και της αλληλεγγύης έχουν ξεφτίσει τους συλλογικούς μας δεσμούς. Έχει εξαπλωθεί, σαν μία ύπουλη κοινωνική τοξίνη, αυτό που κήρυττε η Μάργκαρετ Θάτσερ: «δεν υπάρχει κοινωνία».

Μελέτες έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι που μεγάλωσαν σε αυτή την εποχή έχουν πράγματι γίνει περισσότερο ατομικιστές και καταναλωτικοί. Βουτηγμένοι σε μια κουλτούρα που μας λέει να σκεφτόμαστε τους εαυτούς μας ως καταναλώτριες αντί για πολίτες, ως αυτόνομους αντί για αλληλεξαρτώμενες, είναι πράγματι να αναρωτιόμαστε που αντιμετωπίζουμε ένα συστημικό ζήτημα στρεφόμενοι σε αναποτελεσματικές, ατομικές προσπάθειες; Είμαστε όλοι παιδιά της Θάτσερ.

Ακόμα και πριν την έλευση του νεοφιλελευθερισμού, η καπιταλιστική οικονομία χτίστηκε πάνω στην πίστη των ανθρώπων πως το ότι πλήττονται από τα διαρθρωτικά προβλήματα ενός συστήματος εκμετάλλευσης -τη φτώχεια, την ανεργία, την κακή υγεία, την έλλειψη ικανοποίησης- οφείλεται στην προσωπική τους ανεπάρκεια.

Ο νεοφιλελευθερισμός πήρε αυτή την εσωτερικευμένη αυτοενοχοποίηση και την υπερφόρτισε. Σου λέει ότι δεν θα έπρεπε απλά να αισθάνεσαι ενοχή και ντροπή αν δεν μπορείς να βρεις δουλειά, είσαι βουτηγμένη στα χρέη και νιώθεις υπερβολικά πιεσμένος ή έχεις υπερκόπωση και δεν μπορείς να δεις τους φίλους σου. Τώρα πρέπει να σηκώνεις και το βάρος μιας πιθανής οικολογικής κατάρρευσης.

Φυσικά και χρειάζεται οι άνθρωποι να καταναλώνουν λιγότερο και να καινοτομούν εφευρίσκοντας εναλλακτικές λύσεις χαμηλών εκπομπών άνθρακα – να δημιουργούν βιώσιμες γεωργικές εγκαταστάσεις, να επινοήσουν μέσα αποθήκευσης ενέργειας, να επεκτείνουν τις μεθόδους παραγωγής μηδενικών αποβλήτων. Αλλά οι ατομικές επιλογές θα πιάσουν περισσότερο τόπο όταν το οικονομικό σύστημα μπορέσει να προσφέρει περιβαλλοντικά βιώσιμες επιλογές για όλους – όχι μόνο για λίγους πλούσιους και θαρρετούς.

Αν δεν έχουν πρόσβαση σε οικονομικά προσιτά μέσα μαζικής μεταφοράς, οι άνθρωποι θα μετακινούνται με αυτοκίνητα. Αν τα τοπικά βιολογικά προϊόντα είναι πολύ ακριβά, δεν θα φύγουν από τις αλυσίδες υπεραγορών που καταναλώνουν ορυκτά καύσιμα. Εάν τα φτηνά προϊόντα μαζικής παραγωγής ρέουν άφθονα, θα αγοράζουν και θα αγοράζουν και θα αγοράζουν. Αυτή είναι η απάτη του νεοφιλελευθερισμού: μας πείθει να αντιμετωπίζουμε την κλιματική αλλαγή μέσα από βιβλία τσέπης, και όχι μέσω της εξουσίας και της πολιτικής.

Ο οικο-καταναλωτισμός μπορεί να αμβλύνει τις τύψεις σου. Αλλά μόνο τα μαζικά κινήματα έχουν τη δύναμη να αλλάξουν την πορεία της κλιματικής αλλαγής. Αυτό απαιτεί πρώτα να ξεφύγει το μυαλό μας από το ξόρκι του νεοφιλελευθερισμού: να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε ως άτομα.

Τα καλά νέα είναι ότι η παρόρμηση των ανθρώπων να έρθουν κοντά είναι άσβεστη – και η συλλογική φαντασία ήδη επιστρέφει στην πολιτική. Το κίνημα της κλιματικής δικαιοσύνης μπλοκάρει αγωγούς, επιβάλλοντας την εκποίηση τρισεκατομμυρίων δολαρίων και κερδίζοντας την υποστήριξη για οικονομίες βασισμένες σε 100% καθαρή ενέργεια σε πόλεις και χώρες σε όλο τον κόσμο. Νέοι δεσμοί δημιουργούνται με τα κινήματα του Black Lives Matter, των δικαιωμάτων μεταναστών και ιθαγενών και των αγώνων για καλύτερους μισθούς. Στην ουρά αυτών των κινημάτων, πολιτικά κόμματα μοιάζει επιτέλους να είναι έτοιμα να αρνηθούν το νεοφιλελεύθερο δόγμα.

Κανένα περισσότερο από αυτό του Jeremy Corbin, του οποίου το Μανιφέστο του Εργατικού Κόμματος περιγράφει ένα αναδιανεμητικό σχέδιο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής: μέσα από τη δημόσια ανακατασκευή της οικονομίας και με την επιμονή ότι οι εταιρικοί ολιγάρχες δεν μπορούν να συνεχίσουν να λειτουργούν ανεξέλεγκτα. Η ιδέα ότι οι πλούσιοι πρέπει να πληρώσουν το μερίδιο που τους αναλογεί για να χρηματοδοτηθεί αυτή η αλλαγή θεωρούνταν αστεία από την πολιτική και τη δημοσιογραφική τάξη. Εκατομμύρια ανθρώπων διαφώνησαν. Η κοινωνία, που καιρό τώρα παρουσιάζονταν ως απούσα, επέστρεψε εκδικούμενη.

Οπότε καλλιέργησε μερικά καρότα και ανέβα στο ποδήλατό σου: θα σε κάνει χαρούμενο και πιο υγιή. Αλλά ήρθε η ώρα να σταματήσεις να είσαι εμμονική με το πόσο «πράσινα» ζεις – και να αρχίσεις να αντιμετωπίζεις την εξουσία των εταιρειών.

Twitter: @Martin_Lukacs

*Το άρθρο αποτελεί μετάφραση του πρωτότυπου που δημοσιεύτηκε στον Guardian στις 17/06/2017 με τίτλο Neoliberalism has conned us into fighting climate change as individuals.

Μετάφραση: Μαρία Καραγιάννη