/του Θάνου Κουλουβάκη

Ο ήρωας στο συγκεκριμένο διήγημα δεν είναι συγκεκριμένος· στο πρόσωπό του αντικατοπτρίζεται μία ολόκληρη γενιά. Ας ξεκινήσουμε…

Ο ήρωας μας πήγαινε ακόμη σχολείο. Είχε αρχίσει να ανακαλύπτει τον κόσμο και να βλέπει με τα ίδια του τα μάτια κάτι που – τα προηγούμενα χρόνια της ζωής του – αρνιόταν να πιστέψει. Ξεκίνησε να αντιλαμβάνεται ότι η καλοσύνη δεν βρίσκεται παντού γύρω μας· ότι οι άνθρωποι δεν την έχουν μέσα τους από τη στιγμή που γεννιούνται μέχρι και την ώρα που θα αποχαιρετήσουν αυτό τον κόσμο. Άρχισε σιγά σιγά να αναγνωρίζει την κακία και το φόβο· ένα φόβο που δεν είχε αισθανθεί ποτέ στη ζωή του μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Η βασική διαφορά αυτού του φόβου ήταν πως δεν μπορούσε να ξεχαστεί ή να σβηστεί μια για πάντα όπως όλοι οι άλλοι. Κανένας άνθρωπος δε μπορούσε να τον διώξει. Η ύπαρξή του επρόκειτο να στοιχειώνει τον ήρωα για την υπόλοιπη ζωή του. Όμως, τότε δε θα μπορούσε να γνωρίζει ότι ο φόβος με μεγάλη ευκολία μπορεί να μετατραπεί σε πολλά διαφορετικά συναισθήματα, τα οποία ο άνθρωπος αδυνατεί να διαχειριστεί. Κι αυτά τα συναισθήματα κατευθύνουν τη σκέψη με τέτοιο τρόπο ώστε ο έλεγχος της να καθίσταται σχεδόν αδύνατος.

Νόμιζε ότι στην κοινωνία υπήρχαν προστάτες· άνθρωποι που προστατεύουν ανθρώπους με μοναδικό σκοπό το κοινό καλό. Όμως δεν ήξερε ότι το «καλό» δεν μπορεί ποτέ να είναι κοινό. Πάντοτε θα ανήκει σε κάποιους· σε ένα ορισμένο σύνολο ανθρώπων που έχουν τη δύναμη – την εξουσία – να βαπτίζουν τις πράξεις και τις ιδέες τους καλές. Αυτοί είναι που προσπαθούν να διαμορφώσουν έναν «καλό» κόσμο σύμφωνα με τα δικά τους μέτρα και σταθμά. Ένα «καλό» κόσμο για τους ίδιους.

Η ιδέα ότι η κοινωνία μπορεί να εμπιστευτεί τους προστάτες της διαλύθηκε στο μυαλό του ήρωα. Ποιος, αλήθεια, μπορεί να εμπιστευτεί ανθρώπους που δολοφονούν; Ποιος μπορεί να εμπιστευτεί ανθρώπους που σηκώνουν όπλα και χρησιμοποιούν σφαίρες για να επιβάλλουν την τάξη; Ποιος θα μπορούσε – στο κάτω κάτω – να εξηγήσει σε ένα παιδί έκτης δημοτικού πώς είναι δυνατόν οι «προστάτες» του να γίνονται φονιάδες;

Κι όμως έγιναν. Και ο ήρωας δεν είχε προστάτες· ποτέ δεν είχε προστάτες, παρ’ όλο που άργησε να το καταλάβει. Η σκληρή συνειδητοποίηση ότι η ζωή μπορεί να χαθεί πολύ εύκολα ήταν το πρώτο βήμα προς τη γέννηση του φόβου. Η κατανόηση ότι δεν υπάρχουν απόλυτα καλοί άνθρωποι – άνθρωποι που μπορείς να εμπιστευτείς – ήταν το δεύτερο.

Όταν χαλάς σ’ έναν άνθρωπο την πραγματικότητα που εσύ έχεις δομήσει γι’ αυτόν, τον αναγκάζεις να φτιάξει μία πραγματικότητα μόνος του. Κι αυτή – κατά πάσα πιθανότητα – θα είναι εντελώς διαφορετική από την πρώτη. Έτσι, λοιπόν, διαλύθηκε για τον ήρωα η ιδέα ότι οι άνθρωποι μπορούν να αισθάνονται ασφαλείς. Κανένας δε θα μπορούσε να αισθάνεται ασφαλής έπειτα από ένα τέτοιο γεγονός. Κι ο ήρωας πήρε ένα μεγάλο μάθημα· ότι η ασφάλεια δεν είναι πάντοτε καλή. Μερικές φορές η ανασφάλεια λειτουργεί ευεργετικά για τον άνθρωπο – του ανοίγει τα μάτια.

Στο σχολείο, τη Δευτέρα, κυριαρχούσε σιγή. Οι δάσκαλοι και οι δασκάλες δεν ήξεραν πώς να διαχειριστούν μία δολοφονία· δεν είχαν βιώσει ποτέ κάτι αντίστοιχο. Δε μιλούσαν γι’ αυτό. Τα παιδιά, όμως, ήξεραν. Κάποια ρωτούσαν γιατί ήθελαν να μάθουν, να βρουν απαντήσεις· δεν μπορούσαν βέβαια να γνωρίζουν ότι κανείς σε αυτό το μέρος δεν είχε τις απαντήσεις στα ερωτήματά τους.

Ο ήρωας αισθανόταν φόβο. Δεν έβρισκε απαντήσεις πουθενά και κανένας δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί τις απορίες του. Έτσι, έπρεπε να βρει μόνος του τις απαντήσεις που έψαχνε· όμως, πέρασαν αρκετά χρόνια για να τα καταφέρει. Τα πρώτα χρόνια – εκείνα της γέννησής του – δεν είχε τα σωστά λόγια για να περιγράψει τα συναισθήματά του και τις σκέψεις του. Όμως, αυτή η αδυναμία μετατράπηκε σε ένα θυελλώδες κύμα αναζητήσεων που θα ερχόντουσαν στα χρόνια της ενηλικίωσης για να τον ταράξουν. Κι αυτή η εσωτερική ταραχή δεν επρόκειτο να του προκαλέσει φόβο, αλλά δύναμη.

Η γέννηση του ήρωά μας δεν συνέβη προηγούμενες δεκαετίες· συνέβη το 2008 όταν ήταν μαθητής. Συνέβη εκείνη τη στιγμή που ο φόβος μπόλιασε για τα καλά μέσα του. Τότε που η απογοήτευση ξεκίνησε να παίρνει τη θέση της ελπίδας. Ο άνθρωπος δεν γεννιέται τη χρονολογία που του έχουν πει ότι γεννήθηκε. Γεννιέται εκείνες τις στιγμές που η κοσμοθεωρία του διαλύεται μια και καλή και εκείνος καλείται να τη φτιάξει ξανά από την αρχή. Εκείνη τη μέρα ξεκινά η διαμόρφωση μίας ολόκληρης ζωής, η οποία αν δεν διακοπεί εκ νέου – από κάποιο απρόοπτο γεγονός – θα συνεχίσει να υφίσταται με την καινούργια κοσμοθεωρία που ο εκάστοτε άνθρωπος έχει δημιουργήσει.

Η κοσμοθεωρία του ήρωα άλλαξε μια και καλή. Τα αποτελέσματα αυτής της αλλαγής, βέβαια, δεν φάνηκαν άμεσα, όμως μακροπρόθεσμα ήταν εμφανή. Έπειτα από αρκετά χρόνια κατέστη εμφανές ότι το βράδυ εκείνου του Σαββάτου δεν έπεσε μία σφαίρα. Έπεσαν χιλιάδες σφαίρες σε χιλιάδες κορμιά. Το θέμα είναι ότι οι περισσότερες αστόχησαν. Και αυτές οι σφαίρες που αστόχησαν πήραν άλλη φορά. Πλέον, είχαν άλλους στόχους.

Η ημερομηνία γέννησής του ήρωα, λοιπόν, δεν ήταν αυτή που του είχαν πει. Πλέον, ήξερε ότι γεννήθηκε το 2008 μέσα στις στάχτες μίας καμένης Αθήνας και στις φωνές όλων εκείνων που είχαν πετάξει το φόβο στα σκουπίδια.