/του Βαγγέλη Παπαμιχαήλ

Στις 6/7/1995 φεύγει από τη ζωή ο Τούρκος σατιρικός συγγραφέας και ακτιβιστής Αζίζ Νεσίν, ο οποίος υπέστη καρδιακή προσβολή την ώρα που υπέγραφε βιβλία του σε βιβλιοπωλείο της Σμύρνης.

Γεννήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου του 1915 και σε μικρή ηλικία έχασε τον πατέρα του, μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο και στα 19 του αποφάσισε να ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα. 

Εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων της Τουρκίας και το 1939 αποφοίτησε με το βαθμό του υπολοχαγού.

Το 1944 εμφανίστηκε στο κοινό δημοσιεύοντας ποιήματα και διηγήματα στη λογοτεχνική σελίδα της εφημερίδας «Μιλιέτ».
Λίγο αργότερα αποτάχθηκε από το στρατό για τις αριστερές του πεποιθήσεις.
Σύντομα, όμως, αποφάσισε πως ο δικός του δρόμος είναι η δημοσιογραφία.

Δούλεψε ως διορθωτής και συντάκτης σε εφημερίδες, και ταυτόχρονα διοχέτευε τις ιδέες του μέσα από σατιρικά περιοδικά και εφημερίδες που εξέδωσε μαζί με τον συνάδελφο του Σαμπαχατίν Αλί.

Η κριτική που ασκούσε από τα έντυπά του, ενεργοποίησε άμεσα τα αντανακλαστικά της λογοκρισίας και της δικαιοσύνης.

Το 1947 φυλακίστηκε για 10 μήνες και εξορίστηκε άλλους 4 μήνες για τις πολιτικές του ιδέες, συνολικά πέρασε πεντέμισι χρόνια φυλακισμένος.

Τον Σεπτέμβριο του 1955 συνελήφθη μαζί με άλλους αριστερούς σαν υποκινητής του Πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Πόλης.

Γρήγορα, όμως, η κατηγορία κατέπεσε, αφού ήταν φανερό ότι τα «Σεπτεμβριανά», όπως έμειναν στην ιστορία, τα είχε οργανώσει η κυβέρνηση Μεντερές.
Την προσωπική του μαρτυρία έχει καταθέσει στο βιβλίο του «Να κρεμαστούν σαν τα τσαμπιά», το οποίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Καστανιώτη».

Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ο Νεσίν ήταν ένας από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς στην Τουρκία και από τους ελάχιστους που μπορούσαν να ζήσουν από το πνευματικό τους έργο, που περιλαμβάνει εκτός από τα σατιρικά πεζογραφήματα, θεατρικά έργα, ενθυμήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, ποίηση και δοκίμια.

Το 1972, με δική του χρηματοδότηση άνοιξε το Ίδρυμα Νεσίν, που παρείχε τροφή, στέγη και εκπαίδευση σε ορφανά μέχρι την ενηλικίωση τους και την ολοκλήρωση των σπουδών τους.

Τη δεκαετία του 1980, την Τουρκία κυβερνούσε η χούντα του στρατηγού Εβρέν, ο Νεσίν ύψωσε τη φωνή της διαμαρτυρίας και ανέλαβε την πρωτοβουλία για τη γνωστή «Επιστολή των Διανοουμένων», που ασκούσε έντονη κριτική στο στρατιωτικό καθεστώς και ζητούσε την επαναφορά της Δημοκρατίας. Όπως ήταν αναμενόμενο ακολούθησε ξανά έναν από τους γνωστούς δρόμους που ξέρουν να επιβάλουν οι δικτατορίες σε όσους μιλούν για Ελευθερία και Δημοκρατία, δηλαδή το δρόμο της δίκης και της καταδίκης.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα είχε αφιερώσει στη μάχη κατά του θρησκευτικού φανατισμού και αναδείχθηκε ένας από τους πιο ασυμβίβαστους επικριτές του Ισλάμ.

Όπως είναι γνωστό στις αρχές της δεκαετίας του 1990 άρχισε να μεταφράζει τους
«Σατανικούς Στίχους» του Σαλμάν Ρούσντι, που ήταν καταδικασμένος σε θάνατο γι’ αυτό το βιβλίο του από ισλαμικό φετφά για προσβολή του Προφήτη Μωάμεθ. Τότε ο Νεσίν έγινε στόχος των ισλαμιστών στην Τουρκία και επικυρήχθηκε από έναν επιχειρηματία με το ποσό των 100.000 δολαρίων.

Στις 2 Ιουλίου 1993, ενώ παρακολουθούσε πολιτιστική εκδήλωση των Αλεβιτών στην πόλη Σιβάς, ένα εξαγριωμένο πλήθος φανατικών μουσουλμάνων πολιόρκησε το ξενοδοχείο που πραγματοποιούνταν η εκδήλωση και στη συνέχεια το πυρπόλησε.

Ο Αζίζ Νεσίν επέζησε, όμως 37 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.

Η κυβέρνηση κατηγόρησε δια στόματος της πρωθυπουργού Τανσού Τσιλέρ τον ίδιο τον Νεσίν, επειδή είχε «προκαλέσει το πλήθος».

Αδιαμφισβήτητα ο Αζίζ Νεσίν ήταν ένας από τους πλέον διάσημους Τούρκους λογοτέχνες, και αποτελεί ένα από τα πλέον φωτεινά παραδείγματα για όλους μας, υπέρμαχος της ελευθερίας του πνεύματος καταξιώθηκε ως ένας αγνός αγωνιστής της δημοκρατίας.

Στη ζωή του τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις στην Τουρκία, στην Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, αλλά και στην Ελλάδα, όπου το 1991 του απονεμήθηκε στην Αθήνα το βραβείο ελληνοτουρκικής φιλίας «Αμπντί Ιπεκτσί».

Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε τριάντα γλώσσες και στα ελληνικά από τα οποία το πιο γνωστό είναι «Ο καφές και η δημοκρατία».

Από τον πρόλογο του βιβλίου
«Ο καφές και η δημοκρατία» που γράφτηκε για τους Έλληνες αναγνώστες:

Αγαπητοί Έλληνες Αναγνώστες μου,
Θέλησα να γράψω ένα πρόλογο στο βιβλίο μου που για πρώτη φορά κυκλοφορεί στα Ελληνικά. Αυτό το ζήτησα για τον εξής λόγο: Επιθυμώ τα διηγήματά μου, που ένα μέρος απ’ αυτά μεταφράστηκε στα Ελληνικά, να συντείνουν στο να ζήσουν συμφιλιωμένοι οι δυο λαοί μας. Και αντί να αναζητάμε φιλίες με μακρινότερους και αγνώστους σ’ εμάς λαούς, είναι προτιμότερο να προηγηθούμε εμείς οι κοντινοί γείτονες σε μίαν ειρηνική και με πνεύμα αδερφικής συνύπαρξης ζωή.
Προσέξτε ιδιαίτερα αυτό το σημείο: Τα αίτια της εχθρότητας ανάμεσα στους Έλληνες και Τούρκους, δεν προήλθαν από μας, από τους λαούς μας. Οδηγηθήκαμε σ’ αυτούς τους πολέμους κάτω από την πίεση ξένων και έξω από τα συμφέροντα των δύο λαών επιρροών. Ξέρουμε ότι τα σημερινά βιβλία της ιστορίας κρύβουν την αλήθεια. Όμως, η ιστορική αλήθεια δεν μπορεί να μένει για πάντα κλειδομανταλωμένη.
Σήμερα είμαι πενήντα χρονών. Υπάρχει λόγος που αναφέρω την ηλικία μου. Τα παιδικά μου χρόνια πέρασαν στις πιο στενόχωρες περιόδους των Ελληνοτουρκικών συγκρούσεων. Τότε που ήμουνα εφτά-οχτώ χρονών παιδί, ήταν ντροπή μας να φοράμε ένα πουκάμισο η μια φανέλα με το γαλάζιο-άσπρο χρώμα της ελληνικής σημαίας. Ξέρω πολύ καλά ότι την εποχή εκείνη και τα Ελληνόπουλα της ηλικίας μου, των εφτά-οχτώ χρονών, τα έπιανε η ίδια αλλεργία στο να φορέσουν κάτι με το κόκκινο και άσπρο χρώμα της τούρκικης σημαίας.
Γιατί τα παιδικά μας χρόνια πέρασαν μ’ αυτή την έχθρητα στο γαλάζιο-άσπρο χρώμα, και στο κόκκινο-άσπρο; Αν βαθύνουμε την σκέψη μας πάνω σ’ αυτά τα ερωτήματα, μπορούμε να βρούμε τα αίτια των συγκρούσεων που τόσο ύπουλα μας επέβαλαν από το Εξωτερικό, άνθρωποι ξένοι σ’ εμάς.
Ομολογώ ότι σήμερα ντρέπομαι για την έχθρητα των παιδικών μου χρόνων προς τα χρώματα της Ελληνικής σημαίας. Ξέρω όμως ότι σήμερα πολλοί Έλληνες διανοούμενοι ντρέπονται κι αυτοί για παρόμοια αισθήματα της παιδικής τους ηλικίας προς τα χρώματα της σημαίας μας. Αυτή η αμοιβαία γνώση των πραγμάτων πρέπει να μας αφυπνίσει, να μας κάνει να καταλάβουμε ότι δε γεννήθηκε καμιά εχθρότητα ανάμεσα στους λαούς μας από δική τους πρωτοβουλία.
Όταν ήμουνα παιδί καθόμασταν στη Χάλκη. Εκεί υπήρχαν και πυκνοκατοικημένοι μαχαλάδες Ρωμιών. Εμείς τα Τουρκάκια, ακόμα απ’ εκείνη την ηλικία, οπλιζόμασταν με ραβδιά, λοστούς και πέτρες, κάναμε επιδρομή στους ελληνικούς μαχαλάδες και χτυπούσαμε τα Ρωμιόπουλα. Νομίζω πως και τα Ελληνόπουλα έπαιζαν το ίδιο πολεμικό παιχνίδι.
Ύστερα απ’ αυτό το εφιαλτικό παιδικό παιχνίδι πέρασαν πάνω από σαράντα χρόνια. Πριν από ένα μήνα, ήρθαν σπίτι μούσκεμα στον ιδρώτα τα δυο μου αγόρια, το ένα οχτώ και το άλλο εννιά χρονών. Τους ρώτησα την αιτία. “Τσακωθήκαμε με τα Ρωμιόπουλα”, μου είπαν.
Θυμήθηκα την παιδική μου ηλικία, των εφτά και των οχτώ χρόνων και κύλησαν δάκρυα απ’ τα μάτια μου. Την αφυπνισμένη έχθρητα των παιδικών μας χρόνων, παρ’ όλο ότι πέρασαν σαράντα χρόνια από τότε, δεν μπορέσαμε να τη σβήσουμε από τα παιδιά μας.
Τα ιστορικά γεγονότα μπορούν να κάμουν τους σημερινούς ανθρώπους και φίλους και εχθρούς. Εμείς όμως πρέπει σήμερα να ξεχωρίσουμε από την ιστορία τα γεγονότα που θα οδηγήσουν τους λαούς μας στη φιλία.