/Συνέντευξη στη Βαρβάρα Μανταίου


1.Η μεθοδολογία με την οποία διδάσκεται η ιστορία σήμερα στο σχολείο αναπαράγει και διαμορφώνει ελλιπείς ιστορικές γνώσεις και διαστρεβλωμένες εικόνες για διάφορες πτυχές του παρελθόντος. Ποια προβληματικά σημεία εντοπίζετε στον εν λόγω τρόπο διδασκαλίας;

 

Τα προβληματικά σημεία, δυστυχώς, είναι πολλά. Το πρώτο και βασικότερο πρόβλημα είναι η αποστήθιση. Οι μαθητές δεν μαθαίνουν να σκέφτονται ιστορικά, αλλά υποχρεώνονται να αποστηθίζουν ημερομηνίες, γεγονότα, πρόσωπα, κλπ. Η αποστήθιση σκοτώνει την γνώση. Και όχι μόνο αυτό. Η αποστήθιση μετατρέπει την ιστορία σε ένα μάθημα βαρετό, και απωθητικό για πολλούς μαθητές, οι οποίοι τελειώνοντας το σχολείο ούτε γνωρίζουν ούτε ενδιαφέρονται για την ιστορία. Από την άλλη, σε αυτό το έδαφος της ημιμάθειας και της άγνοιας καλλιεργούνται μύθοι για το παρελθόν και την ιστορία και εμφανίζεται το εξής παράδοξο: αυτοί που μιλούν, επικαλούνται και χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο την ιστορία σήμερα, είναι αυτοί που δεν έχουν ασχοληθεί επιστημονικά με την ιστορία. Πάντως, η αποστήθιση δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα στον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται η ιστορία στα σχολεία. Άλλα σημαντικά προβλήματα είναι το μοντέλο της «μετωπικής διδασκαλίας» που μετατρέπει τους μαθητές σε παθητικούς δέκτες πληροφοριών, η απουσία επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών για τις εξελίξεις στην ιστορική επιστήμη, η διδασκαλία του μαθήματος από μη-φιλολόγους, ο περιορισμένος αριθμός ωρών διδασκαλίας για το μάθημα, και πολλά άλλα.

 

2.Όπως είναι γνωστό έχει ήδη συσταθεί επιτροπή για την αναμόρφωση του προγράμματος σπουδών της ιστορίας όλων των βαθμίδων της οποίας είστε πρόεδρος. Ποιες αλλαγές σχεδιάζετε στο πλαίσιο του νέου προγράμματος σπουδών;

 

Οι αλλαγές είναι πολλές αλλά, κατά τη γνώμη μου, οι πιο σημαντικές είναι οι ακόλουθες. Πρώτον, η εισαγωγή των «θεματικών φακέλων» στη διδασκαλία, ώστε οι μαθητές να εξοικειωθούν με την ιδέα ότι η ιστορία δεν είναι αναμάσημα πληροφοριών, αλλά έρευνα, αναζήτηση στοιχείων, αντικρουόμενες ερμηνείες, αξιολόγηση της αξιοπιστίας των πηγών, κοκ. Δεύτερο, η προσπάθεια να συνδυαστεί στην ύλη η πολιτική ιστορία με την κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική ιστορία. Τρίτο, δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στη νεότερη και σύγχρονη ιστορία, όχι γιατί είναι πιο σημαντικές ως ιστορικές περίοδοι σε σχέση με την αρχαιότητα ή το Βυζάντιο, αλλά γιατί η καλή γνώση της ιστορίας των τελευταίων δύο αιώνων είναι απαραίτητη για τη διαμόρφωσή των μαθητών ως πολιτών στη σύγχρονη Ελλάδα. Τέταρτο και τελευταίο, η ένταξη της ελληνικής ιστορίας στο ευρύτερο πλαίσιο της ιστορίας της Μεσογείου, των Βαλκανίων και της Ευρώπης.

 

 

3.Είναι η αναμόρφωση του προγράμματος σπουδών ένα εύκολο εγχείρημα; Υπάρχουν αντιδράσεις, μέχρι στιγμής, σε αυτή τη διαδικασία;

 

Η αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών στο μάθημα της ιστορίας ήταν αναμενόμενο να προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις. Γι’ αυτόν το λόγο, όταν ολοκληρώθηκε το προσχέδιο της αναμόρφωσης, τέθηκε σε διαβούλευση με τα πανεπιστήμια, τους φορείς των εκπαιδευτικών, κ.ά. Με βάση τις προτάσεις που κατατέθηκαν στη διαβούλευση, έγιναν αλλαγές και βελτιώσεις και προχωρήσαμε στην υποβολή της τελικής πρότασης στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, το οποίο και την υιοθέτησε. Πάντως, έχει ενδιαφέρον να επισημανθεί τούτο: όσοι αντέδρασαν δεν είπαν τίποτε για την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στα σχολεία αναφορικά με το μάθημα της ιστορίας. Όταν τελειώνουν οι μαθητές το σχολείο τι ιστορικές γνώσεις έχουν; Εάν είναι γενικά ευχαριστημένοι με τον τρόπο διδασκαλίας και την ύλη του μαθήματος της ιστορίας και το μόνο που χρειάζεται είναι να γίνουν κάποιες μικροαλλαγές, τότε μάλλον δεν έχουν συζητήσει ποτέ με τους μαθητές.

 

 

4.Η Συμφωνία των Πρεσπών έγινε αφορμή για να ξεσπάσει ένα μεγάλο εθνικιστικό παραλήρημα, καθώς και ένα κύμα καταλήψεων σε σχολεία, υποκινούμενο από ακραία στοιχεία. Πιστεύετε πως η άγνοια και η στρεβλή εκμάθηση της ιστορίας καθιστά τους μαθητές και τις μαθήτριες εύκολα θύματα απέναντι στο φασισμό και τη μισαλλοδοξία;

 

Η Συμφωνία των Πρεσπών έφερε στην επιφάνεια την αντίδραση όχι απλά των μαθητών, αλλά ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας. Ας μην γελιόμαστε, η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων πιστεύει ότι «η Μακεδονία είναι μία και ελληνική» και, άρα, όχι μόνο ήταν αντίθετη στη συγκεκριμένη συμφωνία, αλλά σε κάθε συμφωνία με την γειτονική χώρα. Πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο; Από το 1992 και εξής διαμορφώθηκε σταδιακά στην Ελλάδα μια συμμαχία ετερόκλητων δυνάμεων (Εκκλησία, τοπικοί παράγοντες, σύλλογοι, βουλευτές, ΜΜΕ), οι οποίες επένδυσαν σε μια ατζέντα κινδυνολογίας για το έθνος, το οποίο απειλείται από τους γειτονικούς λαούς, τους μετανάστες, την παγκοσμιοποίηση, τους «εθνομηδενιστές», κοκ. Η Συμφωνία των Πρεσπών έδωσε την ευκαιρία να κινητοποιηθεί ξανά αυτός ο χώρος, με αιχμή τα συλλαλητήρια.  Ήταν αναπόφευκτο όλα αυτά να έχουν απήχηση σε ένα τμήμα των μαθητών, πόσο μάλλον από τη στιγμή που και ένα τμήμα των καθηγητών τους αναπαράγουν την ρητορική περί «προδοτών» και «εθνικής μειοδοσίας». Το πρόβλημα, όπως αντιλαμβάνεστε, είναι αρκετά σύνθετο και υπερβαίνει την διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας. Στην ουσία, αφορά την ηγεμονία στο χώρο των ιδεών. Χρειάζεται να υπάρχει μια διαρκής αντιπαράθεση στη δημόσια σφαίρα με τον εθνικισμό, τον ρατσισμό και την ξενοφοβία, όπως και με όλες εκείνες τις ιδέες και συμπεριφορές που καλλιεργούν την μισαλλοδοξία.