/του Κώστα Τσουκαλή

Πριν λίγο καιρό, είδε το φως της δημοσιότητας η απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Καβάλας, η οποία, με ομόφωνη ετυμηγορία, αθώωσε τους δύο άνδρες που κατηγορούνταν από το 2015 για τον βιασμό μίας φοιτήτριας 21 ετών, στην πόλη της Ξάνθης.

Ειδικότερα, το κατηγορητήριο βασίστηκε στην καταγγελία της κοπέλας ότι οι δράστες εκμεταλλεύτηκαν τη μέθη της και την ανάγκασαν σε ερωτικές πράξεις, παρά τη δική της άρνηση. Καίρια για την αθωωτική απόφαση υπήρξε η ιατροδικαστική κατάθεση, σύμφωνα με την οποία δεν εντοπίστηκαν στο σώμα του θύματος σημάδια άσκησης βίας, αλλά μόνο ενδείξεις σεξουαλικής συνεύρεσης και ίχνη κατανάλωσης αλκοόλ σε μεγάλη ποσότητα. Κρίθηκε, έτσι, ότι οι κατηγορούμενοι δεν παρέκαμψαν τη θέληση της φοιτήτριας και, κατ’ επέκταση, ότι η συμπεριφορά τους δεν είναι άξια τιμωρίας.

Μπορεί μία τέτοια απόφαση να μας προβληματίζει, δεν πρέπει, πάντως, σε καμία περίπτωση να μας εκπλήσσει.

Μόλις τον περασμένο Νοέμβριο, έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα έρευνας που πραγματοποιήθηκε σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, σε ένα δείγμα 30.000 ανθρώπων. Είναι πράγματι σοκαριστικό το γενικό συμπέρασμα, ότι περίπου ένας στους τρεις άνδρες θεωρεί τον βιασμό δικαιολογημένο υπό κάποιες προϋποθέσεις. Ειδικότερα, ένα ποσοστό 27% των Ευρωπαίων (33% για την Ελλάδα) αντιλαμβάνεται τον βιασμό μίας γυναίκας ως φυσιολογική συμπεριφορά, αν π.χ. εκείνη βρίσκεται υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών ή αλκοόλ, αν η ενδυμασία της είναι ‘‘προκλητική’’, αν είχε ανταποκριθεί στο φλερτ αρχικά, αν δέχθηκε να πάει στο σπίτι κάποιου και μετά αρνήθηκε να συνευρεθεί μαζί του ερωτικά, αν έχει σεξουαλικές σχέσεις με πολλούς συντρόφους. Μάλιστα, σχεδόν ένας στους δέκα ερωτηθέντες συγχωρεί τον βιασμό, αν η γυναίκα – θύμα περπατούσε μόνη της στο δρόμο κατά τις βραδινές ώρες (!). Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι στην υπόθεση του βιασμού της φοιτήτριας, που ήδη αναφέρθηκε, ακούστηκαν υπέρ της αθώωσης των κατηγορούμενων επιχειρήματα όπως «δεν ήταν βιασμός, εφόσον η κοπέλα γνώριζε τους δύο άνδρες» ή «γιατί πήγε μαζί τους σπίτι και ύστερα το μετάνιωσε;». Τέτοιου είδους απαντήσεις πρέπει να συνδυαστούν και με άλλα πορίσματα της έρευνας, όπως το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία των γυναικών δέχεται σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας της ή σεξιστικά σχόλια στο δρόμο, αλλά και ότι πολύ σπάνια τα θύματα καταγγέλλουν περιστατικά σεξουαλικής βίας στην αστυνομία ή σε δομές υποστήριξης.

Όλα αυτά δεν πρέπει, βέβαια, να διαβάζονται μεμονωμένα, αλλά στο πλαίσιο της συνολικής αντίληψης που κυριαρχεί στην κοινωνία για τον ρόλο των γυναικών και τη θέση τους στο σύγχρονο δυτικό κόσμο. Εδώ και πολλές δεκαετίες, έχει καθιερωθεί στη συλλογική συνείδηση η στερεοτυπική αντίληψη που θέλει, από τη μία πλευρά, τον άνδρα να είναι ‘‘κουβαλητής’’, δηλαδή να εργάζεται, να κερδίζει χρήματα και να εξασφαλίζει τα υλικά αγαθά που είναι αναγκαία για μία οικογένεια, και, από την άλλη, τη γυναίκα να είναι ‘‘νοικοκυρά’’, δηλαδή να γεννά τα παιδιά, να τα ανατρέφει και να φροντίζει αποκλειστικά για τις δουλειές του σπιτιού. Αφού λοιπόν ο άνδρας, σύμφωνα με αυτήν την αφήγηση, εγγυάται την προστασία και επιβίωση της οικογένειας, θα πρέπει εξ ορισμού να αναλαμβάνει τον ηγετικό ρόλο, ενώ η γυναίκα υποχρεούται να ακολουθεί και να συμμορφώνεται. Προέκταση του παραπάνω συλλογισμού είναι φυσικά μία σειρά από άμεσες ή έμμεσες παραδοχές, όπως το ότι οι γυναίκες δεν είναι κατάλληλες για τη στελέχωση θέσεων ευθύνης/εξουσίας, αλλά και το ότι η γυναίκα, ως υπεύθυνη για τη διαδικασία της αναπαραγωγής, οφείλει να ικανοποιεί σεξουαλικά τον άνδρα, υπό τους όρους που εκείνος θέτει.

Διαμορφώνεται, συνεπώς, ένα πλαίσιο καταπίεσης του γυναικείου φύλου, σε κάθε έκφανση της ύπαρξής του. Η γυναίκα πρέπει να περιποιείται την εξωτερική της εμφάνιση και να είναι ελκυστική, πρέπει να προσέχει πώς εκφράζεται και ντύνεται, πρέπει να είναι πάντα ευγενική, πρέπει να μη δίνει αφορμές, πρέπει να μεγαλώνει τα παιδιά και να καλύπτει όλες τις ανάγκες του σπιτιού, πρέπει, σε τελική ανάλυση, να ζει μία ζωή που ετεροκαθορίζεται από τη βούληση της ανδρικής φιγούρας (λ.χ. πατέρας, σύζυγος) και από τη γνώμη της κοινωνίας.

Αν κάποτε το σχήμα άνδρας ‘‘κουβαλητής’’ – γυναίκα ‘‘νοικοκυρά’’ προέκυπτε, ίσως, από τη σωματική υπεροχή του πρώτου, σήμερα πλέον μοιάζει απλουστευτικό και παρωχημένο. Με την πάροδο του χρόνου, η γυναίκα έχει μπει δυναμικά στην αγορά εργασίας και συμβάλλει πια στο οικογενειακό εισόδημα, τουλάχιστον ισότιμα με τον άνδρα. Πολύ περισσότερο, οι γυναίκες, μέσα από πολυετείς μάχες του φεμινιστικού κινήματος, διεκδικούν και επιτυγχάνουν την κατοχύρωση δικαιωμάτων, κερδίζοντας επάξια τη θέση τους σε κάθε κινηματικό αγώνα. Ωστόσο, μέσα από τα πρότυπα του lifestyle που προάγουν τα Μ.Μ.Ε. και η κυρίαρχη κουλτούρα, διατηρείται ακόμη και σήμερα ως ‘‘φυσιολογική’’ η εικόνα του σκληρού άνδρα – αρχηγού της οικογένειας και, σε αντιπαραβολή, η εικόνα της αδύναμης γυναίκας που έχει ως πρώτιστο όπλο το θελκτικό παρουσιαστικό της, έστω και αν πλέον παρουσιάζεται πιο δυναμική σε σύγκριση με το παρελθόν.

Η σεξουαλική αυτοδιάθεση των γυναικών, δηλαδή η δυνατότητά τους να επιλέγουν ανεμπόδιστα ερωτικούς συντρόφους, υπό τις συνθήκες που επιθυμούν, πρέπει να συνδέεται με το βαθύτερο επίδικο της ισότητας των φύλων, σε όλους τους τομείς της κοινωνικής καθημερινότητας. Διότι, χωρίς την πλήρη εξίσωση των εργασιακών δικαιωμάτων, ανεξάρτητα από το φύλο, χωρίς την ίση συμμετοχή γυναικών σε θέσεις ευθύνης, χωρίς την απομόνωση των σεξιστικών φωνών στη δημόσια σφαίρα, η μάχη για σεξουαλική αυτοδιάθεση είναι, όχι μονάχα αποσπασματική, αλλά και μάταιη.

Η εμπέδωση της ισότητας των φύλων, ως μίας έννοιας με ουσιαστικό περιεχόμενο, διέρχεται μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία. Οι μηχανισμοί κοινωνικοποίησης, ιδίως το σχολείο, οφείλουν να παίξουν σημαντικό ρόλο σε μια τέτοια προσπάθεια και να αντιμετωπίσουν με σοβαρότητα το πρόβλημα των έμφυλων διακρίσεων. Η προσθήκη στο σχολικό πρόγραμμα ενός μαθήματος για τις έμφυλες ταυτότητες ή γενικότερα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, θα ήταν μία πολύ καλή αρχή προς αυτήν την κατεύθυνση. Παράλληλα, είναι κρίσιμη η ανάδειξη ενός αντιπαραδείγματος, που δε θα αποδίδει στα άτομα διαφορετικά δικαιώματα, με γνώμονα την ταυτότητα και έκφραση του φύλου, αλλά θα αντιλαμβάνεται τους πάντες ως ισότιμους μέσα στην κοινωνία. Μόνο έτσι μπορούμε να ελπίζουμε ότι, σε μερικά χρόνια, αυτό που λανθασμένα ονομάζουν κάποιοι ‘‘αδύναμο φύλο’’, δε θα έχει ανάγκη ξεχωριστής νομικής προστασίας, διότι θα έχει εξασφαλίσει στη συνείδηση όλων την ισότητα που του αρμόζει.