Από το μικρό καφέ στην «Ἀρζεντίνα» και από τη Βίγλα στον Παγασητικό, οι Χειμερινοί Κολυμβητές ,εδώ και περίπου 40 χρόνια, ταξιδεύουν γενιές και γενιές ακροατών με έναν πολύ ξεχωριστό τρόπο. Έπειτα από μία συναυλία τους θα φύγεις πάντα με πολλές σκέψεις, συναισθήματα αλλά και ιστορίες που κρύβονται πίσω από τα τραγούδια τους. Είναι από τις λίγες μπάντες που καταφέρνουν να ταυτίζονται με τους στίχους των τραγουδιών τους αρκετά διαφορετικοί άνθρωποι. Ο μπροστάρης τους, Αργύρης Μπακιρτζής, μίλησε μαζί μας, έτσι όπως μόνο αυτός θα μπορούσε, λίγο πριν απολαύσουμε μία ακόμα εμφάνιση τους στο Sputnik Festival 2018.

/Συνέντευξη στη Νάντια Ρούμπου

Ακόμα και με την πρώτη ματιά στο κοινό σας μπορεί κάποιος να αντιληφθεί τη μεγάλη ηλικιακή ποικιλότητά του. Είναι από τις ελάχιστες φορές, τουλάχιστον όσον αφορά στη μουσική, που μπορούμε να συναντήσουμε στο κοινό περισσότερες από δύο γενιές ακροατών.

-Είναι αλήθεια πως έχουμε συναντήσει και τρεις γενιές ακροατών, από  την ίδια οικογένεια βέβαια, και νομίζω ότι δεν είναι μακριά και οι τέσσερις. Για το πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό, μόνο υποθέσεις μπορώ να κάνω. Μία απ’ αυτές είναι το ότι ο βιωματικός χαρακτήρας των τραγουδιών και η ακριβής περιγραφή των καταστάσεων και των αισθημάτων που περιγράφονται χωρίς επιδίωξη λογοτεχνίζουσας καλολογίας, επιτρέπουν σε πολύ διαφορετικούς -και όχι μόνον ηλικιακά- ανθρώπους να ταυτίζονται με τους στίχους των τραγουδιών, ο καθένας με τον δικό του τρόπο.

Τα τελευταία χρόνια, η κατάσταση στη μουσική σκηνή έχει αλλάξει ραγδαία. Βλέπουμε έναν κατακλυσμό από talent shows για νέους τραγουδιστές, νέοι δίσκοι καλλιτεχνών να διανέμονται δωρεάν μαζί με έντυπα, στο ραδιόφωνο οι περισσότερες μουσικές επιλογές γίνονται με playlist.  Έχετε σκεφτεί ποια κατεύθυνση θα ακολουθούσαν οι Χειμερινοί Κολυμβητές, αν σήμερα ήσασταν 18 ετών;

-Όλα αυτά που αναφέρετε συμβαίνουν εδώ και δεκαετίες, ίσως περισσότερο τα δυο τελευταία. Ο πρώτος δικός μας δίσκος κυκλοφόρησε στα τριαντατρία μου. Αν ξεκινούσαμε τώρα και ήμουν 18 χρόνων δεν ξέρω τι θα έκανα. Σίγουρα, θα χειριζόμουν πολύ καλύτερα το διαδίκτυο, ώστε να μην εμφανίζονται διάφοροι με το όνομά μας και μας εκθέτουν και ίσως να μας εκμεταλλεύονται. Με την ευκαιρία, να αναφέρω ότι γίνονται επανεκτελέσεις σπουδαίων τραγουδιών, κυρίως του μεσοπολέμου, από νέους, συχνά ταλαντούχους εκτελεστές, -με πρόσκαιρη μεγάλη επιτυχία, που μάλιστα παρασύρει διακεκριμένους συναδέλφους να τους αγκαλιάζουν, για να απολαύσουν κι αυτοί κάποιο μερίδιο από την εμπορική τους επιτυχία-, που όμως δεν αναφέρουν, όπως υποχρεούνται, τους δημιουργούς των τραγουδιών. Και φτάνουμε στο σημείο να εκθειάζονται στο διαδίκτυο  νεαρές σύγχρονες τραγουδίστριες για τους σπουδαίους στίχους που έγραψαν, στίχους που γράφτηκαν πιθανόν και πριν από 100 χρόνια. Νομίζω ότι τα σωματεία των μουσικών και οι εταιρείες απόδοσης πνευματικών δικαιωμάτων, καθώς και οι διάφοροι καθηγητές των πολλών μουσικών σχολών, με τα διδακτορικά και τις πτυχιακές και μεταπτυχιακές εργασίες που αναθέτουν, πρέπει να βάλουν μια τάξη σ’ αυτό το θέμα και να ξεμπροστιάζουν μάλιστα όσους ιδιοποιούνται τραγούδια που οι δημιουργοί τους έχουν φύγει απ’ τη ζωή. Ένας φίλος μου πιανίστας, ο Φλοριάν, ετοίμασε έναν δίσκο, κατ’ εμέ εξαίσιο, με ερμηνείες σύγχρονες παλιών ρεμπέτικων τραγουδιών, στον οποίο συμμετέχουμε και εγώ και ο κος Πουλικάκος. Ε, λοιπόν, δυσκολεύεται να τον κυκλοφορήσει γιατί του ζήτησαν να καταβάλει πνευματικά δικαιώματα σε κάποιον  που κυκλοφόρησε το πασίγνωστο τραγούδι της α΄ δεκαετίας του 20ού αι.  «Δε σε θέλω πια» στο όνομά του.

Υπάρχουν νέοι μουσικοί που έχετε ξεχωρίσει;

-Αρκετούς, όχι γνωστούς στο ευρύ κοινό, που όμως δεν θα αναφέρω γιατί για άλλους θα μεροληπτήσω και άλλους θα αδικήσω.

Πώς αξιολογείτε την κατάσταση σήμερα σε κοινωνικό επίπεδο;

-Οι εκλογές στη Σουηδία δεν είναι καμπανάκι, είναι βαριά καμπάνα. Έπεσε πρόσφατα στα χέριά μου το βιβλίο «Ρωγμές του σύγχρονου κόσμου» του Στιγκ Λάρσον,  συγγραφέα της τριλογίας του Μillenium, με άρθρα του, από δεκαετίες πριν, για το φάντασμα του φασισμού που σηκώνει κεφάλι στην Ευρώπη.  Η δημοκρατία είναι δύσκολη, σας παραπέμπω σε πρόσφατο άρθρο του Νίκου Ξυδάκη: «Η αναβάθμιση των θεσμών της Ελληνικής Δημοκρατίας επείγει, όχι μόνο διότι είναι η ουσιαστικότερη προϋπόθεση για οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά και διότι η παρατεταμένη βαθιά κρίση έχει κλονίσει την πίστη των πολιτών προς τη δημοκρατία. Η λειτουργικότητα και η ακεραιότητα των δημοκρατικών θεσμών, η δημόσια διοίκηση σε ρόλο αρωγού και ρυθμιστή, ένα δίκαιο και πρακτικό φορολογικό σύστημα, η διαρκής άντληση πολιτικής νομιμοποίησης και η διαρκής λογοδοσία, αυτά είναι τα όπλα της δημοκρατίας. Όπλα απέναντι στη δημαγωγία του ακροδεξιού αυταρχισμού και ρατσισμού και στην «απολιτική» μα βαθύτατα ταξική διακυβέρνηση (governance) των τεχνοκρατών, δύο ρεύματα ταυτισμένα με τη νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα, παρά τις ρητορικές διαφορές». Ολοκληρώνω με το ότι σε μια κυβέρνηση είναι υποχρέωση των υπευθύνων να επιλέγουν τους καλύτερους, με όποια θυσία κι αν αυτό συνεπάγεται.

Στον πρώτο σας δίσκο στο τραγούδι «Τώρα που παντρεύεσαι» ο στίχος στην τελευταία στροφή λέει «Στο χω πει πολλές φορές, ό,τι χάσαμε δεν θα το ξαναβρούμε». Σε πολλές συναυλίες σας πριν από αυτή τη στροφή σταματούσατε να παίζετε και κάνατε ένα ιδιαίτερο γκάλοπ στο κοινό σας

-Πρόκειται για ένα αστείο που υπονοεί κάτι σοβαρό ή για κάτι σοβαρό που είναι και αστείο. Αναφέρω συχνά ότι παλαιότερα διαπιστώναμε ότι οι νέοι συμφωνούσαν με τον στίχο του τραγουδιού «ό,τι χάσαμε δε θα το ξαναβρούμε», ενώ οι μεγαλύτεροι σε ηλικία κόμπιαζαν λιγάκι. Περνώντας οι δεκαετίες, όμως, είδαμε ότι όλο και περισσότεροι ηλικιωμένοι συμφωνούν με τον στίχο και αντίστοιχα πολλοί  νεότεροι όχι, ενδεικτικό της κρίσης που διανύουμε. Ίσως περισσότερο ενδιαφέρον ή και πλάκα έχει το πλαίσιο στο οποίο τοποθετώ την περιγραφή μου, που όμως είναι απ’ αυτά που γίνονται πολύ φτωχά όταν μπαίνουν στο χαρτί.