/ Επιμέλεια: Δημήτρης Κλαυδιανός

Ο Δημήτρης Μυστακίδης είναι ένας πολυπράγμων μουσικός. Έχει συνεργαστεί με πολλούς γνωστούς καλλιτέχνες. Συμμετείχε στο σχήμα «Λοξή Φάλαγγα» και συνεργάστηκε με τον Νίκο Παπάζογλου, τους «Χειμερινούς Κολυμβητές» και, βεβαίως, είναι σταθερός συνεργάτης του Θανάση Παπακωνσταντίνου, από όπου έγινε ευρύτερα γνωστός, ενώ έχει βγάλει και 4 προσωπικούς δίσκους, . Πολυπράγμων καθώς, εκτός από τις ζωντανές εμφανίσεις και τη συμμετοχή του σε συνολικά πάνω από 100 ηχογραφήσεις, έχει εκδώσει  2 βιβλία:  «Λαούτο Τροπικότητα και Εναρμόνιση και Λαϊκή Κιθάρα», «Τροπικότητα και Εναρμόνιση». Τέλος, διδάσκει στα ΤΕΙ της Άρτας στο τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής και στο μεταπτυχιακό του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Ποιητική και Ερμηνεία.

Μιλήσαμε μαζί του ένα χειμωνιάτικο πρωινό Κυριακής με λιακάδα, μετά από την εμφάνισή του στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, για το ρεμπέτικο, τη λαϊκή κιθάρα, την καλλιτεχνική κίνηση στην Ελλάδα της κρίσης, την πολιτική και, βεβαίως, για το τι ετοιμάζει τώρα. Μαζί μου ήταν και ο φίλος Δημήτρης, ο οποίος τον ρώτησε κάποια πράγματα για τον ρεμπέτη-κιθαρίστα Γιώργο Κατσαρό -καθώς γράφει σχετική διπλωματική εργασία- και  του απάντησε με πολύ μεγάλη προθυμία. Έτσι βρεθήκαμε 3 κιθαρίστες να συζητάμε, και αυτός ο πολύ γνωστός μουσικός και ακαδημαϊκός δάσκαλος μας έκανε να νιώσουμε ισότιμοι συνομιλητές, και τα στεγανά μεταξύ «δημοσιογράφου» και συνεντευξιαζόμενου έσπασαν.

Έπαιξες φέτος στο 1ο φεστιβάλ Σπούτνικ. Σου άρεσε η εμπειρία; Σου άρεσε το φεστιβάλ;

Το φεστιβάλ σας είχε πολύ καλή οργάνωση και φαινόταν ότι το είχαν στήσει έμπειροι άνθρωποι. Είναι και πολύ ωραίος ο χώρος, έχουν γίνει πολλά φεστιβάλ εκεί,  έχω παίξει 3-4 φορές σε αυτόν το χώρο. Αυτά τα φεστιβάλ δεν πρέπει να είναι μαζικής κατανάλωσης, με την έννοια ότι δεν πρέπει να φέρνεις απλώς ένα όνομα, αλλά μια πρόταση. Δεν έχει νόημα να κάνεις πανηγύρι, όπως γίνεται σε άλλα φεστιβάλ. Προφανώς, το να φέρεις κάποια γνωστά και μαζικά ονόματα δεν είναι κακό, αλλά να μην κυριαρχεί αυτό. Ξέρεις πόσα παιδιά παίζουνε; Χαμός γίνεται. Βλέπω τον γιο μου, o οποίος  είναι 24 χρονών, με τους φίλους του-  παίζουν και ακούν μουσικές που εμείς ούτε τις φανταζόμαστε.

Βρισκόμαστε σε μια εποχή που -θεωρητικά τουλάχιστον- έχει τα χαρακτηριστικά της εποχής που θα αφήσει σπουδαία μουσική, καθώς η κρίση δίνει ερεθίσματα. Τελικά, όμως, συμβαίνει έτσι;

Η αίσθησή μου είναι ότι όντως βγάζει, απλώς είναι δύσκολο να ακουστεί, παρόλο που το διαδίκτυο και τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης δίνουν άλλες δυνατότητες. Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι οι χώροι, το πού θα παίξεις. Το να φτιάξεις έναν χώρο που θα φιλοξενεί ζωντανή μουσική και θα είναι νόμιμος, είναι σχεδόν αδύνατο. Υπάρχουν απίστευτες και χαζές προδιαγραφές, όπως το να έχεις ιδιόκτητο πάρκινγκ σε ακτίνα 100 μέτρων.. Αυτά είναι κάποιοι παραλογισμοί που δεν συγχωρώ στη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, το γεγονός ότι δεν τα καθάρισε από τον πρώτο μήνα. Ενώ θεωρώ ότι ξεκίνησε καλά. Θα σου πω μια δικιά μου εμπειρία. Είχα καταθέσει μια πρόταση στην Unesco για την λαϊκή κιθάρα, γιατί τα λαϊκά όργανα στην Ελλάδα δεν είναι αναγνωρισμένα[1], τόσα χρόνια οι άνθρωποι στους αρμόδιους φορείς δεν καταλάβαιναν καν τι τους λέγαμε, ειδικά επί Νέας Δημοκρατίας.

Από πότε έχετε ξεκινήσει αυτή την προσπάθεια;

Εγώ προσωπικά πάνω από 10 χρόνια και έφτασα στο σημείο να το προσπαθήσω μέσω της Unesco, γιατί σκέφτηκα, ότι αν ένας τόσο μεγάλος οργανισμός το αναγνωρίσει σαν πολιτιστική κληρονομιά, τότε δεν θα ασχοληθεί και το Υπουργείο Πολιτισμού; Με το που βγαίνει ο ΣΥΡΙΖΑ, χτυπάει το τηλέφωνο σπίτι και ήταν από το Υπουργείο Πολιτισμού. Λέω «κάτι γίνεται εδώ», τελικά όμως έγιναν οι εκλογές του Σεπτεμβρίου, και μετά δεν προχώρησε η διαδικασία. Τώρα έμαθα ότι κατατέθηκε η πρόταση για το ρεμπέτικο, έγραψα και εγώ μια συστατική επιστολή- υποστηρικτική της πρότασης. Λογικά ξεκινάνε με το γενικό και μετά θα ακολουθήσουν τα πιο ειδικά. Ελπίζω…

Μετά τον τελευταίο δίσκο σου, το «Εσπεράντο», ετοιμάζεις καινούριο δίσκο για τη μετανάστευση των Ελλήνων στην Αμερική στις αρχές του 20ου αιώνα;

Δεν ξεκίνησε  για τη μετανάστευση, θα σου πω πώς έγινε. Πάντα όταν κάνω έναν δίσκο, ξεκινάω από τα τεχνικά χαρακτηριστικά, δηλαδή τις περιόδους του ρεμπέτικου και τις τεχνικές της λαϊκής κιθάρας. Είχα κάνει τα 16 Ρεμπέτικα με Κιθάρα που είχε προπολεμικό ρεμπέτικο, κάναμε τις Αψιλίες που είχε σμυρναίικο, το Ψιθυρίζοντας το Ρεμπέτικο  που ήταν προπολεμικά με μια ιδιαίτερη μίξη ενός κλασικού οργάνου της ανατολής (γυαϊλίτανμπούρ)- και ένα κατεξοχήν όργανο της δύσης,  το Εσπεράντο, που έχει μεταπολεμικό, και μου έμεινε να κάνω έναν δίσκο μόνο με τα «τσιμπητά»[2].

Τα οποία έτσι και αλλιώς τα παίζεις πολλά χρόνια στις συναυλίες σου…

Τα παίζω αυτά τα κομμάτια 10-12 χρόνια. Ξεκίνησα να παίρνω κομμάτια των Δούσια, Κατσαρού και Κωστή . Μετά, όσο το έψαχνα, το συνδύαζα και με τις τεχνικές που βρήκαν αυτοί στην Αμερική. Όταν όμως κάνω έναν δίσκο, θέλω να μπορώ να τον παίξω  ζωντανά και, παρόλο που ο κόσμος γουστάρει πολύ τα τσιμπητά όταν παίζω λίγα μες στο πρόγραμμα, ένα πρόγραμμα μόνο με ζωντανά δεν νομίζω ότι θα έχει καμία ελπίδα, μόνο σε  θέατρο  ίσως. Ταυτόχρονα, όμως, άρχισα να διαβάζω και για τη μετανάστευση στην Αμερική και έπαθα πλάκα με όλο το σκηνικό, και απορώ πώς δεν έχει ασχοληθεί ακόμα το Χόλυγουντ με αυτή την ιστορία- οι Νύφες είναι μόνο ένα κομμάτι της ιστορίας. Έτσι σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να συνδυαστεί με μονολόγους και να γίνει θεατρική παράσταση, αλλά ακόμα είναι σε πρώιμο στάδιο το σχέδιο και θα δούμε πώς θα υλοποιηθεί. Οι μονόλογοι θα μπορούσαν να πραγματεύονται όλες τις εκφάνσεις αυτού του ταξιδιού. Το πώς φεύγεις, τι χρειαζόταν για να φύγεις, το ταξίδι, τη διασπορά στην Αμερική, το ρατσισμό. Έτσι «πέταξα» τα κομμάτια που είχα μαζέψει και άρχισα να ομαδοποιώ κομμάτια που έχουν να κάνουν με αυτές τις εκφάνσεις. Δηλαδή προσπαθώ να βρω τραγούδια του φευγιού, του ταξιδιού, της παρανομίας  κοκ. Έχω βρει πάρα πολλά στοιχεία. Με απασχολούσαν διάφορα ερωτήματα, ας πούμε γιατί υπάρχει τόσο μεγάλο ρεπερτόριο ρεμπέτικων τραγουδιών στις ΗΠΑ που ασχολούνται με τα ναρκωτικά, τον τζόγο και εν γένει την παρανομία, και βρίσκω μια έκθεση του 1929 ενός εγκληματολόγου στη Νέα Υόρκη, 11 τόμων, που βγάζει τους Έλληνες πρώτους σε όλα τα εγκλήματα -εκτός από την οπλοκατοχή- πρώτους σε όλα.  Στα ναρκωτικά, ειδικά, οι Έλληνες θεωρούταν μονοπώλιο. Ακόμα και στο Σικάγο που υπήρχε οργανωμένη μαφία, Έλληνες και Ιταλοί ήταν στα ίδια επίπεδα για πολλά χρόνια. Προφανώς, αυτό προκύπτει -και αυτό είναι και το συμπέρασμα της έκθεσης- από τον κοινωνικό αποκλεισμό που βιώνανε, όταν φτάνανε εκεί.  Είναι, λοιπόν, μια συγκλονιστική ιστορία. Τώρα βρίσκω και κομμάτια που δεν είναι παιγμένα έτσι και τα ηχογραφώ με την τεχνική των τσιμπητών. Για αυτό, όμως, αναγκάστηκα να φτιάξω 8χορδη κιθάρα, χρειάζομαι και άλλο κουρδίσματα.

Σήμερα ενώ υπάρχει πάλι σύγχρονο μεταναστευτικό- προσφυγικό ρεύμα, γιατί δεν γράφονται τραγούδια για το θέμα;

Έτσι και αλλιώς τα αντανακλαστικά των καλλιτεχνών είναι πάντα αργά. Έχουν γραφτεί πολύ λίγα τραγούδια, ο Αλκίνοος (Ιωαννίδης) έχει γράψει και ο Θανάσης (Παπακωσταντίνου) από ό,τι γνωρίζω. Αλλά για αυτούς που έρχονται εδώ. Όχι για τους Έλληνες που φεύγουν. Το 2ομεταναστευτικό κύμα (Γερμανία, Αυστραλία τη δεκαετία του ’50 και του ’60) αξιοποιήθηκε πολύ από τη μουσική βιομηχανία με τον Καζαντζίδη, και έδωσε ένα ρεπερτόριο, αλλά με πολλή μιζέρια και κλάψα, ενώ οι ρεμπέτες αντιμετώπιζαν την μετανάστευση με πιο «αξιοπρεπή» τρόπο.

Ετοιμάζεις  κάποιο βιβλίο;

Θα βγάλω τώρα τις παρτιτούρες από το «Εσπεράντο», ακριβώς όπως τις έπαιξα στο δίσκο.

Έχεις παίξει με πολλούς καλλιτέχνες, σε μάθαμε κυρίως από την συνεργασία σου με τον Θανάση Παπακωσταντίνου, τώρα όμως κάνεις κυρίως προσωπικές δουλειές. Τι σου αρέσει περισσότερο, τι χαρακτηριστικά έχει το ένα και τι το άλλο;

Πάντα έκανα και δικές μου δουλειές, τις έκανα παράλληλα με τα άλλα παιξίματα. Απλώς, τον τελευταίο καιρό, βγάζω περισσότερο προς τα έξω τις δικές μου δουλειές, γιατί παλιότερα έπαιζα συνεχώς με άλλα σχήματα, ειδικά με τον Θανάση παίζαμε πολύ. Και τα 2 μου αρέσουν. Πλέον, βέβαια, δε θα μπω σε μια ορχήστρα μόνο και μόνο για να πω ότι παίζω, με τον Θανάση, όμως, έχουμε  μια συνεργασία που κρατάει 16 χρόνια, όσο παίζει και με θέλει, θα είμαστε μαζί.

Με το ρεμπέτικο σήμερα τι γίνεται; Έχουν χαθεί οι ρίζες;

Δεν έχουν χαθεί καθόλου οι ρίζες. Από την άποψη ότι όποιος θέλει να το ψάξει θα βρει πολλές ηχογραφήσεις και πολλή πληροφορία. Όταν επανήλθε ο φυσικός ήχος με την αναβίωση του ρεμπέτικου τη δεκαετία του ’80, οι τεχνικές της λαϊκής κιθάρας -όπως έπαιζε ο Σκαρβέλης το 1936 για παράδειγμα- είχαν χαθεί. Σιγά-σιγά όμως τα ξαναβρήκαμε. Κάπως έτσι άρχισα να ασχολούμαι και εγώ με τη λαϊκή κιθάρα. Ήθελα να επαναφέρω αυτά τα παιξίματα. Δεν χρειάζεται, όμως, να αντιγράφουμε ακριβώς τους παλιούς, δεν νομίζω ότι έχει κάποιο νόημα. Μπορούμε, όμως, να μελετήσουμε τις παλιές ηχογραφήσεις και να διαλέξουμε κάθε φορά τα εργαλεία που χρησιμοποιούμε, χωρίς να αλλοιώνουμε το «ήθος» των κομματιών και την αισθητική. Βέβαια, τι θα κάνεις; θα φτιάξεις αισθητική αστυνομία; Ούτε γίνεται, ούτε έχει νόημα.

[1]σε επίπεδο κατοχύρωσης πτυχίων και εργασιακών δικαιωμάτων

[2]Τσιμπητό ονομάζεται το παίξιμο της λαϊκής κιθάρας με τα δάκτυλα, για να μπορεί ο κιθαρίστας να ακομπανιάρει μόνος του το παίξιμό του και όχι με πένα. Έτσι φαίνεται σαν να τσιμπάει τις χορδές ο κιθαρίστας.