/ Της Δήμητρας Ταχμετζίδη Παπουτσή

Άκουσα μια κυρία να ρωτάει την παρέα της, καθώς γυρνούσα χθες το απόγευμα σπίτι μου, περπατώντας από την παραλία. Εύλογο ερώτημα που από προχθές απασχολεί μάλλον πολλούς Θεσσαλονικείς, καθώς εγκρίθηκε από το δημοτικό συμβούλιο το βράδυ της Δευτέρας 12/3 η τοποθέτηση τραπεζοκαθισμάτων σε κάποιους χώρους της Νέας Παραλίας. Λες και η πόλη που χαρακτηρίζεται από κάποιους-κακόβουλους- ως «πόλη του φραπέ», πόλη του «χαλλλλαρά», η πόλη που έχει μάλλον 1 περίπου καφετέρια ανά κάτοικο, χρειάζεται μερικές ακόμα καρέκλες για άραγμα και φραπεδιά.

Η Θεσσαλονίκη, όμως, είναι πολλά περισσότερα από αυτά. Η Θεσσαλονίκη -μιλώντας κυρίως για το δήμο Θεσσαλονίκης- ,λόγω του ότι έχει 2 μεγάλα πανεπιστήμια, είναι μια πόλη γεμάτη φοιτητές-τριες και νέους ανθρώπους γενικότερα, οπότε αναπόφευκτα χαρακτηρίζεται από όλα αυτά που φέρνει η νεολαία μαζί της: μουσικές, έρωτες, ανησυχία, κινήματα, πολιτιστικά δρώμενα, θόρυβο, διασκέδαση χωρίς ωράριο, απουσία ύπνου. Όλα αυτά, όμως, σε συνδυασμό με το ότι είναι μια παλιά πόλη, την κάνουν μια πόλη που δεν έχει χώρο. Η Θεσσαλονίκη δεν έχει χώρο να οδηγήσεις ή να παρκάρεις, δεν έχει χώρο να μπεις στα λεωφορεία, δεν έχει χώρο να περπατήσεις. Μόνη εξαίρεση, η Νέα Παραλία: ο χώρος που οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης πηγαίνουν για να αναπνεύσουν. Και αν σκεφτούμε ότι σήμερα η νεολαία της Θεσσαλονίκης (και της χώρας) φέρει μαζί της, πέρα από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, κι ένα τεράστιο άγχος- άγχος για τη σχολή, γιατί δε χωράνε καθυστερήσεις σήμερα, άγχος της ανεργίας (που ειδικά στη Θεσσαλονίκη βαράει κόκκινο), άγχος για το κόστος της φοιτητικής ζωής που οδηγεί στη μαύρη εργασία των φοιτητών στα αναρίθμητα καφέ/μπαρ, άγχος ακόμα και για την ίδια την κοινωνικοποίηση, που είναι αναπόφευκτη σ’ αυτήν την πόλη, τότε ο χώρος που της επιτρέπει να αναπνεύσει είναι ζωτικής σημασίας.

Αυτή η παραλιακή που αλλάζει 3 ονόματα στο μήκος της (λεωφ. Νίκης,30ης Οκτωβρίου, λεωφ. Μ. Αλεξάνδρου) είναι ένα σύνορο ανάμεσα σε δύο αντιδιαμετρικά αντίθετες πόλεις. Από πάνω η Θεσσαλονίκη που φωνάζει, τρέχει, χορεύει, φλερτάρει, κινείται συνεχώς, η Θεσσαλονίκη όπου ζεις και κινείσαι μαζί με όλους τους άλλους. Και από κάτω η Θεσσαλονίκη που βρίσκεσαι μόνος σου ή με την εκλεκτή παρέα που εσύ επιλέγεις, η Θεσσαλονίκη που ερωτεύεσαι, η Θεσσαλονίκη που εσύ αποφασίζεις αν θα περπατήσεις ή όχι και ρυθμίζεις εσύ το βήμα σου, που επιλέγεις εσύ κι η παρέα σου αν θα μιλήσετε ή όχι και ρυθμίζεις εσύ την ένταση της φωνής σου, η παραλία της Θεσσαλονίκης. Από πάνω η Θεσσαλονίκη που είναι τόσο δραστήρια, που ξεχνάς να αναπνεύσεις, και από κάτω η Θεσσαλονίκη που μπορείς απλά και μόνο να περπατάς και να αναπνέεις.

Οι ορισμοί και οι περιγραφές για την παραλία της Θεσσαλονίκης που ξεχειλίζουν λυρικότητα μπορούν να γεμίσουν τόμους βιβλία. Πουθενά όμως σ’ αυτή τη λυρικότητα δε χωράνε οι λέξεις «τραπέζια», «καρέκλες», «σκαμπό» και «take-away». Ο επικίνδυνος πλέον δήμαρχος της Θεσσαλονίκης προχωρά σε ακόμα μια κίνηση προς όφελος των φίλων του επιχειρηματιών και εις βάρος των κατοίκων του δήμου. Τραπέζια, καρέκλες και φρέντο σε πλαστικά ποτηράκια επεκτείνονται πέρα από τον Λευκό Πύργο και κάτω από την παραλιακή, εκτοπίζοντας ζευγαράκια κάθε ηλικίας, πλανόδιους μουσικούς, ψαράδες και όποιον άλλο προσπαθεί να χαλαρώσει με μια βόλτα στην παραλία. Μέχρι πού; Ίσως και μέχρι να τους ρίξει στο Θερμαϊκό, αφού αυτοί δε φέρνουν παχυλά έσοδα στα ταμεία του δήμου.

Στην πυκνοκατοικημένη πόλη, με το τεράστιο κυκλοφοριακό πρόβλημα, με το ρεκόρ αριθμού καφέ/μπαρ -όπως προείπαμε-, με την πλειοψηφία των κατοίκων να είναι νέοι-ες φοιτητές, άνεργοι ή επισφαλώς εργαζόμενοι, οι ελεύθεροι χώροι είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού και, όπως φαίνεται, συνεχίζουν να μειώνονται. Οι χώροι πρασίνου, αναψυχής και οι «χώροι-ανάσες» περνούν ο ένας μετά τον άλλον σε ιδιωτικά χέρια για οικονομική εκμετάλλευση, ασχημαίνουν και, από χώροι για όλους, γίνονται χώροι για λίγους. Η διατήρηση, λοιπόν, της Νέας Παραλίας όπως ακριβώς είναι αποτελεί όχι μόνο δικαίωμα, αλλά και ανάγκη, για μας που οι βόλτες σ’ αυτήν αποδείχτηκαν σωτήριες.

Κύριε δήμαρχε, μας κόβετε τον αέρα και θυμώνουμε. Κι ο θυμός μας είναι δικαιολογημένος, γιατί τον αέρα τον χρειαζόμαστε και θα τον διεκδικήσουμε με κάθε δυνατό μέσο. Και σε εσάς δε θα πετάξουμε ρολά χαρτί, σερπαντίνες ή κομφετί, αλλά ίσως πετάξουμε τα τραπεζοκαθίσματά σας στο Θερμαϊκό…